Ιωάννης Καποδίστριας (1776 - 1831)


Mοιραστείτε το:



Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 - Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας (Ιταλο-Κροατικής καταγωγής), του οποίου το όνομα είναι εξελληνισμένο του τίτλου που έφερε η οικογένειά του "de Capo D' Istria" (= του Ακρωτηρίου της Ιστρίας) που από γιατρός εξελίχθηκε διπλωμάτης και πολιτικός αρχικά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ως υπουργός των εξωτερικών, και στη συνέχεια διετέλεσε κυβερνήτης της Ελλάδας, κατά τη μεταβατική περίοδο, πριν την ανεξαρτησία της, που τελούσε, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων ως προτεκτοράτο, ή "κράτος κατ΄ εντολή" όπως θα λεγόταν σήμερα.

Αναμίχθηκε έντονα με την πολιτική. Έτσι το 1803, σε ηλικία 27 ετών, διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους εντάχθηκε αρχικά ως μυστικοσύμβουλος στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία, που τελούσε εχθρικά προς τους Γάλλους. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις, καταφέρνοντας τελικά να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον επέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831 από τους Μαυρομιχαλαίους. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για την θέσπιση του νομικού πλαισίου της πολιτείας, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των φατριών και αφετέρου να παρεμποδίσει την οθωμανική προέλαση.

Η πρώτη εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με τα κοινά της Επτανησιακής Δημοκρατίας έγινε μέσω του πατέρα του όταν και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Ο Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα νησιά του Ιονίου και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω όμως προσωπικού κωλύματος του δεύτερου, αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις αρχές Μαΐου έφτασε με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά, όπου η κατάσταση είχε ξεφύγει απο τον έλεγχο λόγω της διαμάχης των τοπικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας. Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά την εξουσία του νησιού. Μέχρι το τέλος Ιουνίου, ο Καποδίστριας και ο Σιγούρος είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την τάξη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και επέστρεψαν στην Κέρκυρα.

Τον Ιούνιο του 1802 ίδρυσε μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο, στον οποίο εξελέγη γραμματέας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στάλθηκε από τους Ρώσους, που είχαν πια την εξουσία στα Επτάνησα, στην Κεφαλλονιά για να επιβάλλει για ακόμη μια φορά την τάξη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κέρκυρα για να διοριστεί τον Απρίλιο του 1803 γραμματέας του Κράτους στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάιο του 1805 ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε 10μελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.

Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού απο τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπο τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματωλών που συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στην Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης). Στη συνέλευση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Η συνθήκη όμως του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτή στάση απέναντι στους κλέφτες έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από την Λευκάδα.

Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808 όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία αφού του ανακοίνωνε την τίμηση του με τον τίτλο 2ης τάξεως του ιππότη του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Αρχικά ο Ρουμιάντσεφ τον διόρισε επιτετραμμένο στην αυλή του αντιβασιλιά της Ιταλίας, διορισμός όμως που ακυρώθηκε. Τελικώς διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος.

Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάϊο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι όπου ως διορίστηκε αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας απο τον στρατηγό Μπαρκλάυ δε Τόλλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο γ΄ τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε απο τον Τσάρο με τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.

Αντιπολίτευση και Δολοφονία

Η δολοφονία του Καποδίστρια οργανώθηκε σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς απο την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Απόδειξη ίσως είναι και το γεγονός ότι η γαλλική πρεσβεία δέχτηκε με ευκολία να παραχωρήσει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φάκελος για την δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει απόρρητος. Μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, την θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της τριμελούς ανώτατης αρχής με το όνομα Διοικητική επιτροπή που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του, Αυγουστίνος, στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε στην Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς της επανίδρυσης του κράτους.


Δείτε το Ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ αφιερωμένο στην ζωή του Ιωάννη Καποδίστρια


Πίνακας του Διονύσιου Τσόκου "Η δολοφονία του Καποδίστρια"


Mοιραστείτε το:




0 Σχόλια:

Σας παρακαλούμε πολύ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν απο τα όρια της ευπρέπειας. Σχόλια
τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα αποκλείονται. Ευχαριστούμε.

 
Copyright © 2010-2013. Ελληνικό Αρχείο - All Rights Reserved | Designed by Graphopoly Designs