"Aξίζει φίλε, να υπάρχεις για ένα όνειρο... κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει"
Ν.Καββαδίας
Χρονολόγιο
1910
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
1914
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα...», θα γράψει στη Βάρδια.
1921
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ’ αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ’ το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.
1922
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
1927
Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.
1928
Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, γεγονός που τον υποχρεώνει ν’ αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας, παράλληλα με τις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στον Διανοούμενο, στον Ρυθμό και στην εφημερίδα Πειραϊκό Βήμα.
1929
Τον Οκτώβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ʼδινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ʼπα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ʼπε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις...» (Βάρδια).
1930
Απ’ τη χρονιά αυτή ξεκινάει μια περίοδος διαρκών ταξιδιών ώς το 1936. Ο κόσμος της θάλασσας γίνεται η κύρια πηγή έμπνευσής του. Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο «Πολικός» και στη συνέχεια με τα φορτηγά «Νίκη» (1931), «Ιόνιον» (1934), «Αντζουλέτα» (1934) και «Χαράλαμπος» (1936).
1932
Δημοσιεύεται το πρώτο πεζογράφημά του, «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» στο Πειραϊκόν Βήμα (φύλλα 1 και 2, στις 31 Ιανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου αντίστοιχα), κείμενο τεχνικά άρτιο, στο οποίο εντοπίζονται πολλά βασικά θέματα της κατοπινής μυθολογίας του Καββαδία.
1933
Η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε μια διώροφη κατοικία στην οδό Κιμώλου 18 (Κυψέλη). Εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Κύκλος» η ποιητική συλλογή Μαραμπού, με εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Η θετική παρουσίασή της στην πρώτη σελίδα της Πρωίας (15/12/1933) από τον δύσκολο στους επαίνους Φώτο Πολίτη θα κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του. Μπορεί να εξελιχτεί ποιητικά, μπορεί να δώσει κι άλλη τροπή στο πνεύμα του. Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ’ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες», θα γράψει μεταξύ άλλων. Η κριτική (Ν. Καλαμάρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Άλκης Θρύλος, Κλ. Παράσχος, Γ. Κοτζιούλας, κ.ά.) θα επισημάνει το νεαρό της ηλικίας του ποιητή, την ιδιότυπη θεματική του και τον αγνό ανθρωπισμό που κρύβει κάτω από μια φαινομενική κυνικότητα. Χαρακτηριστική η αποστροφή του Ν. Καλαμάρη: «Τα ποιήματα της συλλογής Μαραμπού είναι τα μόνα φετινά ποιήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν τα θεωρώ τέλεια ποιήματα, κάθε άλλο, πρέπει όμως να έχουμε υπ’ όψη μας πως αυτός που τα ʼγραψε είναι μόλις είκοσι χρονών» (Νέοι Πρωτοπόροι, τχ. 8-9/1933, σ. 279).
1938
Ως προστάτης οικογένειας, δεν υπηρετεί κανονική στρατιωτική θητεία αλλά καλείται για στρατιωτική εκπαίδευση δύο μηνών στην Ξάνθη.
1939
Καταλαβαίνοντας ότι λόγω των συνεχών περιπλανήσεών του δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το αρχικό του όνειρο να γίνει πλοίαρχος, επιλέγει τη συντομότερη λύση: παίρνει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β΄τάξεως, ειδικότητα με την οποία θα ναυτολογείται σε όλα του τα ταξίδια μετά το 1945. Η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Αγίου Μελετίου 10, όπου θα συγκατοικήσουν όλοι για 23 χρόνια.
1940-1945
Στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό Η λόγχη που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα μικρά αφηγήματα «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969). Μετά την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, πεζός στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση για την οποία τον πρότεινε ο έως τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορινθία» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Μεταφράζει μαζί με τον Βασ. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, με ήρωες ναυτικούς και ανθρώπους του λιμανιού (Γιουτζίν Ο' Νηλ, Το ταξίδι του γυρισμού κι άλλα μονόπραχτα, εκδ. Καραβία, Αθήνα, χ.χ. ‒ εκδόθηκε το 1944). Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943» (Πρωτοπόροι, Δεκέμβριος 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός), «Στον τάφο του Επονίτη» (Νέα Γενιά, τχ. 51/1945, σ. 2) και «Αντίσταση» (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 14/1945). Στον τόμο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα Στο άλογό μου (Αθήνα 1945, σσ. 136-137).
1947
Κυκλοφορεί το Πούσι και σε δεύτερη έκδοση το Μαραμπού εμπλουτισμένο με τρία ακόμη ποιήματα («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη λίστα»), και τα δύο από τις εκδόσεις του στενού του φίλου Α. Καραβία. Το Πούσι κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών, φίλων του ποιητή ( Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Γ. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Ο Αιμ. Χουρμούζιος, αν και κατά τ’ άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της Νέας Εστίας (τ. 483/1947, σσ. 1018-1019) για «έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά... Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα...». Με την εξαίρεση του «Federico García Lorca», ο Καββαδίας δεν είχε συμπεριλάβει τα προαναφερθέντα πολιτικά ποιήματα της εποχής στη συλλογή, τα οποία φαίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκηρύσσει, όχι για το ιδεολογικό τους περιεχόμενο αλλά για την ποιητική τους αξία.
1949
Υπεύθυνος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κυρήνεια», το οποίο αναφέρεται και στο ποίημά του «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia».
1953
Δίπλωμα Ασυρματιστή Α΄. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια «Ιωνία», «Κορινθία» (Απρίλιος-Αύγουστος), με το φορτηγό «Πρωτεύς» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) και πάλι με το ατμόπλοιο «Κορινθία» (Δεκέμβριος).
1954
Κυκλοφορεί το πεζό Βάρδια (εκδ. Α. Καραβία), σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησής του. «Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων –περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων– η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια», παρατηρεί η Μαίρη Μικέ.
1957
Στο Κόμπε της Ιαπωνίας αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»).
1961
Με τη μεσολάβηση του Χουρμούζιου, κυκλοφορούν οι συλλογές Μαραμπού και Πούσι σε κοινή έκδοση από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου.
1964
Μετακομίζει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4, στους Αμπελοκήπους.
1965
Τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Ο ποιητής και η αδελφή του μετακομίζουν στην οδό Δεινοκράτους 5 (Κολωνάκι), στην ίδια πολυκατοικία που έμενε η αγαπημένη ανιψιά του Έλγκα. Στον γιο της Φίλιππο, που θα γεννηθεί την επόμενη χρονιά, θα αφιερώσει «Τα παραμύθια του Φίλιππου» της συλλογής Τραβέρσο.
1968
Επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό Λι (Χριστούγεννα). Θα ξαναεπισκεφτεί το νησί ακόμα δύο φορές, το 1970 και το 1972.
1969
Στις 3 Ιανουαρίου γράφει το μικρό πεζό Του πολέμου. Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γαλλικά (N. Kavvadias, En bourlinguant, trad. Michel Saunier, ed. Stock, Paris 1969).
1973
Τα βιβλία του Μαραμπού και Πούσι επανεκδίδονται από τον Κέδρο. Τον Νοέμβριο προσκαλείται από τον καθηγητή Κ. Μητσάκη για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
1974
Τον Δεκέμβριο υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί και προαισθάνεται το τέλος του.
1975
Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή Τραβέρσο που ετοίμαζε. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Στο σημειωματάριό του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε...
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
«Έζησα, φίλος του κι εγώ», θα γράψει ο Κόρφης για το Τραβέρσο, «την ιστορία των τελευταίων αυτών ποιημάτων του και ξέρω με τι ένταση γραφήκανε. Αυτός που χρόνια είχε κόψει το σπίρτο και τον καπνό και μπορούσε να περάσει χρόνο ολόκληρο χωρίς να συνθέσει ένα ποίημα, που κι όταν έγραφε τυραννικά τον βασάνιζε η αμφιβολία, μέσα σε λίγα χρόνια συμπλήρωσε τη συλλογή του και την έδωσε στον εκδότη. Ποιήματα καυτά, άμεσα, πάνω στ’ αχνάρια βέβαια του Πούσι, αλλά τόσο διαφορετικά. Ο στίχος κερδίζει σε σκληρότητα, σε δύναμη. Τα περιγραφικά, τα διακοσμητικά στοιχεία λιγοστεύουν».
πηγή
ΤΟ ΑΞΙΖΕΙ ΦΙΛΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΣΕ ΠΟΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή