Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς (4ος αιών. μ.Χ.)

Γεννήθηκε στην Χαλκίδα και έζησε στην Αλεξάνδρεια, σαν φτωχός δάσκαλος, στις αρχές του Ε΄ μ.Χ. αιώνα. Ήταν ο επιγραμματικότερος των επιγραμματοποιών. Πικρός ποιητής και φοβερός σαρκαστής, έβαλε κατά της υποκρισίας, της ανοησίας και της αμάθειας της εποχής του.

Ήταν Εθνικός σε μια δύσκολη για τους Έλληνες εποχή και παρέμεινε Εθνικός, όπως μαρτυρούν τα εναντίον των μοναχών επιγράμματα του.

Ήταν μια παράξενη μορφή αυτής της μεταβατικής περιόδου, του λυκόφωτος ανάμεσα στον θάνατο του αρχαίου κόσμου και τον θρίαμβο του επίσημου Χριστιανισμού.

Απο τον Αγαθία, σώζονται 150 επιγράμματα του στην Παλατιανή Ανθολογία. Μερικά από αυτά είναι εξαιρετικά πρωτότυπα. Θεωρείται Βυζαντινός ποιητής, αλλά βασικά ήταν ένας αρχαίος Έλληνας που συνέθετε ποίηση ενώ είχε μπει για τα καλά ο Μεσαίωνας.




Άρα μη θανόντες τώ δοκείν ζώμεν μόνον,
Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες
όνειρον εικάζοντες είναι τόν βίον;
ή ζώμεν ημείς, τού βίου τεθνηκότος;
(Μήπως ενώ έχουμε πεθάνει ζούμε μόνο κατά φαντασίαν,
εμείς οι Έλληνες, που έχομε περιπέσει σε συμφορά
νομίζοντας ότι η ζωή είναι όνειρο;
ή ζούμε εμείς, και έχει αποθάνει η ζωή;
(θρηνεί για την εξαφάνιση του Ελληνισμού)

Ω, γένος ανθρώπων ανεμώλιον, αυτοχόλωτον, μέχρι τέλους βιότου μηδέν επιστάμενον.
(Ω άστατο ανθρώπινο γένος, που πολεμάς τον εαυτό σου, ώς το τέλος της ζωής δε βάζεις μυαλό).

Ει μοναχοί, τι τοσοίδε; τοσοίδε δε, πώς πάλι μούνοι; ω πληθύς μοναχών ψευσαμένη μονάδα.
(Εάν είναι μοναχοί, τότε πώς είναι τόσο πολλοί; Αν είναι δε τόσο πολλοί, τότε πάλι πώς είναι μόνοι; Ώ πλήθος των μοναχών είστε ψεύτικη μονάδα)

 Γης επέβην γυμνός θ’ υπό γαίαν άπειμι· και τι μάτην μοχθώ γυμνόν ορών το τέλος;
(Ήρθα στη γη γυμνός, γυμνός κάτω απ’ τη γη θα πάω. Γιατί να μοχθώ μάταια βλέποντας το γυμνό τέλος;)

Πολλά λαλείς, άνθρωπε, χαμαί δε τίθη μετά μικρόν. Σίγα, και μελέτα ζών έτι τον θάνατον.
(λόγια πολλά λες, άνθρωπε, σε λίγο θα πεθάνεις. Σώπα, κι ενόσω ακόμα ζείς, τον θάνατο μελέτα)

Πάντες τω θανάτω τηρούμεθα καί τρεφόμεσθα ως αγέλη χοίρων σφαζομένων αλόγως.

Πᾶσαν Ὅμηρος ἔδειξε κακὴν σφαλερὴν τε γυναῖκα, σώφρονα καὶ πόρνην, ἀμφοτέρας ὄλεθρον. Ἐκ γὰρ τῆς Ἑλένης μοιχευσαμένης φόνος ἀνδρῶν καὶ διὰ σωφροσύνην Πηνελόπης θάνατοι. Ἰλιὰς οὖν τὸ πόνημα μιᾶς χάριν ἐστὶ γυναικός, αὐτὰρ Ὀδυσσείῃ Πηνελόπη πρόφασις.

Χαλκοτύπος τον Έρωτα μεταλλάξας επόησε τήγανον, ουκ αλόγως ότι και αυτό φλέγει.
(χαλκωματάς τόν Έρωτα τόν έκανε τηγάνι, κ’ ήτανε κάτι λογικό γιατί καί τούτο καίει)

Σαπφώ - Η δέκατη Μούσα

«Τον καιρό της Σαπφούς», έργο του Τζον Γουίλιαμ Γκόντγουαρντ, Μουσείο J. Paul Getty (1904).

Η Σαπφώ έζησε και άκμασε στην προ-κλασσική περίοδο, στις αρχές του 6oυ αιώνα π.Χ. (~580) κυρίως στην πρωτεύουσα του νησιού της Λέσβου, όπου τότε άκμαζαν οι τέχνες κι ο πολιτισμός. Το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, του 7ου, γύρω στα 630-620 π.Χ., στην Ερεσό.

Η "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" αναφέρει ότι γεννήθηκε το 715 π.Χ., αλλά θα πρέπει να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, γιατί το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι η Σαπφώ και ο Αλκαίος έζησαν δυο γενιές περίπου μετά τον Τέρπανδρο, διάσημο κιθαρωδό που άκμασε γύρω στο 630 π.Χ. και μάλλον ίδρυσε την πρώτη σχολή -ή ρεύμα- λυρικής ποίησης στη Λέσβο, κι ότι ο Αλκαίος γεννήθηκε γύρω στο 620 π.Χ. - Και εφόσον αυτή η κατα τα άλλα τόσο ενδιαφέρουσα έκδοση της ελληνικής ιστορίας αφιερώνει μονάχα μισή πρόταση στη 10η Μούσα, μάλλον μας πείθει ότι δεν έχει μελετήσει και τόσο διεξοδικά την μεγαλύτερη ποιήτρια όλων των εποχών.

Μια από τις σημαντικότερες μορφές της Αρχαίας Λυρικής ποίησης, μαζί με τον Αλκαίο κι ίσως κι ένα - δύο άλλους, όπως τον Αρχίλοχο, τον Ανακρέοντα. Σίγουρα η διασημότερη ποιήτρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κι όχι μόνο.

Φαίνεται πως αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική και κάθε ομορφιά. Την έχουνε αγαπήσει και παινέσει από την εποχή της μέχρι και σήμερα για την ομορφιά και την τρυφεράδα της ερωτικής της ποίησης, αλλά και για την αμεσότητα που πλησιάζει τον αναγνώστη. Πολλοί την έχουνε αποκαλέσει "δέκατη μούσα" ή και "θνητή μούσα" (μάλλον της λυρικής και την ερωτικής ποίησης), ο Πλάτωνας την έχει αποκαλέσει σοφή (σύμφωνα με την Ποικίλη ιστορία του Αιλιανού Κλαύδιου), κι ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι κι οι νεκροί ακόμα ακούνε με θαυμασμό τα τραγούδια της σε ιερή σιγή στον κάτω κόσμο.

Κόρη αριστοκρατικής οικογένειας και συγκεκριμένα του Σκαμανδρώνυμου και της Κλείδας, είχε τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο. Ο Λάριχος ήταν οινοχόος στο πρυτανείο της πόλης, ενώ ο Χάραξος έφυγε στην Αίγυπτο για εμπόριο, όπου ερωτεύτηκε την όμορφη Ροδώπη και της εξαγόρασε την ελευθερία της αρκετά ακριβά. Κι η Σαπφώ τον μαλώνει γι αυτό σε κάποιο τραγούδι της.

Το Βυζαντινό λεξικό της Σούδας αναφέρει ότι παντρεύτηκε τον Ανδριώτη Κερκύλα, αλλά οι σοβαρότερες πηγές δεν το αναφέρουν αυτό (κι αν αναζητήσετε την σημασία του ονόματός του αλλά και τις μοδάτες απόψεις περι Σαπφώς την εποχή που γράφτηκε η Σουδα ενώ καίγαν με χριστιανικό φιρμάνι κάθε αναφορά στα βιβλία της.. θα καταλάβετε καλύτερα).

Σίγουρα απόκτησε μια κόρη που ονόμασε Κλείδα, κι ίσως αυτό να ήταν και το όνομα της μητέρας της. (Ακόμα στα νησιά του αιγαίου αρκετοί συνηθίζουν να κρατούν το παλιό έθιμο - η πρωτοκόρη παίρνει το όνομα της μητέρας της μάνας.)

Η εποχή της είναι εποχή αλλαγών. Αρχίζουν να ακμάζουν οι αποικίες, η δημοκρατία ανταγωνίζεται την τυραννία σε αρκετές πόλεις και τα πολιτικά ζητήματα ενδιαφέρουν αρκετά κι επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων.

Η Σαπφώ ταξίδεψε στη Σικελία κι έμεινε λίγα χρόνια στις Συρακούσες, γύρω στο 600 π.Χ. (603-595?), μπορεί και για να απομακρυνθεί από πολιτικές αναταραχές στη Μυτιλήνη. Επιστρέφει στην πατρίδα της γύρω στο 590-580 π.Χ. μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου.

Είχε διαδοθεί αρκετά ένας θρύλος ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα από ένα ακρωτήρι της Λευκάδας, για τα όμορφα μάτια ενός νέου που λεγόταν Φάων. Δεν φαίνεται όμως να αληθεύει ούτε αυτός ο μύθος, μάλλον οφείλεται στην παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνος, ακόλουθου της Αφροδίτης.

Μετά το θάνατό της οι Μυτιληνιοί έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες κατασκεύασαν κενοτάφιο σε ανάμνησή της. Όλος σχεδόν ο αρχαίος κόσμος την είπε δεκάτη των Μουσών και θνητή Μούσα και σε αρκετές ελληνικές πόλεις στήθηκαν εικόνες της προτομής της.

Η ιδιωτική της ζωή έχει συζητηθεί πολύ, αλλά δεν υπάρχουν αρκετές αξιόπιστες πληροφορίες για να μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ μύθων, κουτσομπολιών, πολιτικά αποδεκτών "αποκαταστάσεων" και αλήθειας.
Γενικά φαίνεται ότι καθένας που έχει γράψει για τη Σαπφώ υποστηρίζει απόψεις προσωπικές ή και γενικά αποδεκτές ή και "πιπεράτες" για την κοινωνική και πολιτιστική του ομάδα και εποχή. Κανένας από αυτούς δεν είναι σύγχρονός της, ώστε να είναι πιθανό να την είχε γνωρίσει και να είναι πιο αντικειμενικός.

Έχει αναφερθεί ότι είχε ερωτευτεί γυναικεία πρόσωπα στο περιβάλλον της, και ιδιαίτερα με την Ατθίδα, την Τελέσιππα και την Μεγάρα. Έχουν αναφερθεί επίσης ως μαθήτριές της: η Αναγόρα η Μιλήσια, η Γογγύλα η Κολοφώνια και η Ευνείκια η Σαλαμίνια.

Την εποχή εκείνη στη Λέσβο τα κορίτσια της ανώτερης οικονομικής τάξης συχνά εκπαιδεύονταν στη μουσική και το τραγούδι, σε κάτι μεταξύ ωδείων και εστέτ καλλιτεχνικών σαλονιών, που διατηρούσαν μεγαλύτερες και πιο έμπειρες γυναίκες, και φαίνεται ότι η Σαπφώ ήταν μια από τις τελευταίες. Ως "αντίτεχνές" της, δηλαδή γυναίκες που έκαναν το ίδιο, αναφέρονται: η Γοργώ, η Ανδρομέδα και η Μίκα.


Έχουν γράψει για τη Σαπφώ :

- ο Ηρόδοτος, αναφορές στην οικογένειά της.

- ο Αριστοτελικός φιλόσοφος Χαμαιλέων, Βιογραφική πραγματεία, ~300 π.Χ.

- ο Αριστοτέλης αναφέρει στιχομυθία μεταξύ Σαπφούς και Αλκαίου όπου ο Αλκαίος ... κάτι θέλει να της πει ... αλλά ντρέπεται κι η Σαπφώ του απαντά "αν είχες να πεις κάτι όμορφο και καλό κι αν δεν σ' έτρωγε η γλώσσα σου να πεις κακά πράγματα, δεν θα ντρεπόσουνα και θα φανέρωνες τη δίκαιη σκέψη σου".

- O Αιλιανός Κλαύδιος, στην Ποικίλη ιστορία του, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο Πλάτωνας την αποκαλούσε σοφή.

- ο Κολοφώνιος ποιητής Ερμεισιάναξ, σύγχρονος του Αλεξάνδρου ή του Πτολεμαίου, στην ελεγεία του με τίτλο Λεόντιον, σε αναφορές ερωτικών σχέσεων μεταξύ ποιητών, αναφέρει έρωτα του Αλκαίου προς τη Σαπφώ, κι εμφάνιζε ως αντεραστή του Αλκαίου τον Ανακρέοντα - αλλά ο τελευταίος ήταν αρκετά μικρότερός της και σε συνδυασμό με το λυρισμό και των δυο.. μάλλον πρόκειται για κάποια αλληγορία

- ο Μάξιμος ο Τύριος, φιλόσοφος του β' μισού του 2ου μ.Χ. αι., μας λέει πως ήτανε "μικρά και μέλαινα", κι απορρίπτει τις διαδόσεις σχετικά με ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τις φίλες της, κι αποφαίνεται ότι οι σχέση της με τις γυναίκες του κύκλου της ήταν μόνο παιδαγωγική και μορφωτική, ανάλογη με τη σχέση του Σωκράτη με τους μαθητές του.

- ο Οράτιος επιμένει στις ωδές του ότι τα άσματα της Σαπφούς είναι άξια ιερού θαυμασμού.

- ο Οδυσσέας Ελύτης, ποιητής του 20 αι. μ.Χ. από το ίδιο της το νησί, αλλιώς ωραίος, κι ίσως ο πλέον αντικειμενικός απ' όλους, αναφέρει πως τη νοιώθει σα μια μακρινή του ξαδέρφη, "Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη", ίσως λιγάκι μεγαλύτερη, αλλά που μεγαλώσανε παίζοντας "στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες" και της αφιερώνει ένα από τα μικρά του έψιλον, όπου συμπυκνώνει μέσα σε τρεις μικρές σελιδούλες το παγκόσμια αποδεκτό εγκώμιο της ποίησής της, μας μεταδίνει το ύφος και το χρώμα του "σαλονιού" της - κι ίσως και της ψυχής της, κλείνοντας ..
"Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο και θαρρετό συνάμα δε μας παρουσιάζει συχνά η ζωή. Ένα μικροκαμωμένο βαθυμελάχροινο κορίτσι, ένα "μαυροτσούκαλο", όπως θα λέγαμε σήμερα, που ωστόσο έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνέψει ένα κύμα ή ένα αηδόνι, και να πει "σ' αγαπώ", για να συγκινηθεί η υφήλιος".

Ξενοφών ο Αθηναίος (427-355 π.Χ.)

Ο Ξενοφών ο Αθηναίος ήταν ιστορικός συγγραφέας και σωκρατικός φιλόσοφος. Γιος του Γρύλλου από το δήμο Ερχιάς (κοντά στη Φυλή), κοινωνικά ανήκε στην τάξη των ιππέων και πολιτικά έδρασε ως ολιγαρχικός και φιλολάκων. Μετά το 410 π.Χ. γνωρίστηκε με τον Σωκράτη και μπήκε στον κύκλο των μαθητών του.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας εξιστορεί ότι κάποτε, όταν ήταν ακόμη νέος, ο Ξενοφών συνάντησε σε ένα στενό δρόμο τον Σωκράτη, ο οποίος, με τη ράβδο του, τον εμπόδισε να προχωρήσει και τον ρώτησε μεταξύ άλλων: "Πού οι άνθρωποι γίνονται καλοί και αγαθοί;" Ο Ξενοφών βρέθηκε σε αμηχανία και ο Σωκράτης του απήντησε "'Επου και μάνθανε!". Από τότε ο Ξενοφών έγινε μαθητής του Σωκράτη και τον θεωρούσε πρότυπο.

Ο Ξενοφών ανδρώθηκε συναναστρεφόμενος ευγενείς νέους της Αθήνας που είχαν ως κύρια ασχολία τον αθλητισμό και παρέμεινε σε όλη τη ζωή του λάτρης της πάλης και των ελευθέρων αγώνων - από δε τα έργα του διαφαίνεται ότι υπήρξε άριστος ιππέας. Επίσης, μέσα από τα έργα του φαίνεται και η μεγάλη αγάπη του για τα άλογα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον φιλολακωνισμό του. Αγαπούσε τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών και συνδέθηκε φιλικά με τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, στο πλευρό του οποίου πολέμησε το 394 π.Χ. στην μάχη της Κορωνείας εναντίον του αντισπαρτιατικού συνασπισμού, μέλος του οποίου ήταν και η ίδια η πατρίδα του, η Αθήνα. Όπως ήταν φυσικό, για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε με εξορία από την Αθήνα.

Το 401 π.Χ. ο Ξενοφών καλείται από τον φίλο του Πρόξενο τον Βοιώτιο, που διέτριβε στις Σάρδεις, να συμμετάσχει στην εκστρατεία του Πέρση, γιου του βασιλιά Δαρείου του Β' και διεκδικητή του θρόνου, Κύρου εναντίον του αδελφού αυτού Βασιλέως Αρταξέρξη Β'. Ο ενθουσιασμός του Ξενοφώντα για την πρόσκληση φαίνεται από το γεγονός ότι σε προτροπή του Σωκράτη να πάρει χρησμό από το Μαντείο των Δελφών καταφέρνει να αποσπάσει θετική απάντηση κάνοντας πλάγια ερώτηση(αντί της ορθής ερώτησης, δηλαδή να πάει ή όχι) που ήταν η εξής: "Σε ποιόν Θεό θα πρέπει να κάνω θυσία ώστε να πετύχει το ταξείδι μου και να επιστρέψω σώος;" . Και βέβαια η σοφία του Μαντείου του Απόλλωνα που αντιλήφθηκε το σκοπό, του απάντησε να θυσιάσει σε μια σειρά από θεούς "επ΄ αγαθώ και μη" (ακριβώς αυτό που μέχρι σήμερα λέμε "για καλό και για κακό").

Έτσι ο Ξενοφών βρέθηκε στην Ασία στο πλευρό του Κύρου, τον οποίο και άρχισε να θαυμάζει λόγω του θαυμασμού που έτρεφε ο τελευταίος για τους Έλληνες. Συγκεκριμένα έλεγε ο Κύρος ότι "θέλει τους Έλληνες συμμάχους του, όχι γιατί δεν είχε στρατό αλλά γιατί τους θεωρούσε ανώτερους από όλους τους άλλους λαούς" (Κύρ. Αναβ. Ι 7,3). Ακόμη μακάριζε τους Έλληνες για την μόνιμα κυριαρχούσα ελευθερία τους, που εκείνος θα προτιμούσε αντί πάντων (την ελευθερίαν ελοίμην αν αντί ων έχω πάντων και άλλων πολλαπλασίων, Ανάβασις, βιβλίο 1.7.4), και θεωρούσε ως προϊόν αυτής της ελευθερίας την πολεμική και ηθική υπεροχή των Ελλήνων. Αυτός ήταν και ο λόγος που ουδέποτε οι Πέρσες έκαναν πόλεμο, είτε μεταξύ τους είτε ακόμη και με τους Έλληνες, χωρίς την βοήθεια Ελλήνων (Κυρ. Παιδ VIII 8,26). Δεν είναι γνωστό με τι βαθμό ή αξίωμα ο Ξενοφών συμμετείχε στο Περσικό στρατό και στην αυλή του Κύρου, το σίγουρο πάντως είναι ότι ήταν συνδαιτυμόνας του και εκ των στενότερων συνομιλητών του.

Οπωσδήποτε, όμως, μετά τον θάνατο του φίλου του Κύρου στην μάχη στα Κούναξα και την δόλια εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών από τον Τισσαφέρνη, και αφού εκλέχθηκε στρατηγός (5ος κατά σειρά) από τους "μυρίους" (=10.000) Έλληνες μισθοφόρους, οδήγησε αυτούς επιτυχώς, αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους, από τα υψώματα της Αρμενίας προς την Τραπεζούντα στις ακτές του Ευξείνου Πόντου και μετά διά θαλάσσης προς τα δυτικά πίσω στην Ελλάδα. Στη Θράκη, με την υποστήριξη των Ελλήνων αυτών ο Σεύθης Β' μπόρεσε να γίνει βασιλιάς. Η καταγραφή της εκστρατείας και του ταξιδιού της επιστροφής από τον Ξενοφώντα ονομάστηκε Κύρου Ανάβασις.

Η ιστορική καταγραφή του Ξενοφώντα στην Ανάβαση είναι ένα από τα πρώτα γραπτά κείμενα όπου αναλύεται ο χαρακτήρας ενός ηγέτη και αποτελεί παράδειγμα ανάλυσης τέτοιου τύπου, κάτι που σήμερα καλείται θεωρία «Μεγάλων Ανδρών». Στο έργο αυτό, ο Ξενοφών περιέγραψε τον χαρακτήρα του Κύρου του νεότερου, λέγοντας ότι “από όλους τους Πέρσες που έζησαν μετά τον Κύρο τον Μέγα, ήταν ο πιο κατάλληλος για βασιλιάς και για διοικητής μιας αυτοκρατορίας" (σελ. 91). Το κεφάλαιο 6 συνιστάται για ανάγνωση διότι περιγράφει τους χαρακτήρες πέντε ηττημένων στρατηγών που παραδόθηκαν στον εχθρό. Ο Κλέαρχος, όπως αναφέρεται, πίστευε πως "ένας στρατιώτης θα πρέπει να φοβάται περισσότερο τον ίδιο το διοικητή του από τον εχθρό" [2.6.9]. Ο Μένων περιγράφεται ως άνδρας του οποίου η κυρίαρχη φιλοδοξία ήταν να γίνει πλούσιος [2.6.21]. Σχετικά με τον Αγία τον Αρκά και τον Σωκράτη τον Αχαιό, γίνεται αναφορά στο θάρρος τους και στην εκτίμηση των φίλων τους [2.6.30].

Ο Ξενοφών αργότερα εξορίστηκε από την Αθήνα, πιθανώς διότι πολέμησε υπό τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο εναντίον των Αθηναίων στην Κορώνεια. (Είναι πιθανό ωστόσο ότι είχε εξοριστεί νωρίτερα, λόγω του συνδέσμου του με τον Κύρο.) Οι Σπαρτιάτες τού έδωσαν περιουσία στη Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία στην Ήλιδα, όπου συνέγραψε την Ανάβαση. Ο γιος του πολέμησε για την Αθήνα στη Μαντίνεια, ενώ ο Ξενοφών ακόμη ζούσε, έτσι η εξορία του ανεκλήθη. Ο Ξενοφών πέθανε στην Κόρινθο (ή ίσως στην Αθήνα) και η ημερομηνία θανάτου του είναι αβέβαιη. Είναι γνωστό ότι έσωσε τον προστάτη του Αγησίλαο, για τον οποίο έγραψε ένα εγκώμιο.

Ο Διογένης Λαέρτιος ονόμαζε τον Ξενοφώντα "Αττική Μούσα" λόγω της γλυκύτητας της γραφής του. Λίγοι ήταν οι ποιητές που έγραψαν στην Αττική διάλεκτο.

Ο Ξενοφών ανέπτυξε πλούσια και πολυμερή δραστηριότητα, φαινόμενο που βέβαια δεν αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της προσωπικότητάς του, αλλά γενικότερο χαρακτηριστικό των λογίων της εποχής τους. Στον τομέα της ιστοριογραφίας με τα «Ελληνικά» του, που διαιρούνται σε 7 βιβλία συνεχίζει συνειδητά το έργο του Θουκυδίδη και καλύπτει την περίοδο από το 411 ως 361 π.Χ.. Γενικότερη σημασία για την πολιτική φιλοσοφία έχουν η «Κύρου παιδεία», σε 8 βιβλία, όπου, στο πνεύμα της σοφιστικής και της σωκρατικής ιδεολογίας και με πρότυπο την λίγο ιστορική και πολύ μυθιστορηματική προσωπογραφία τού ιδρυτή της περσικής αυτοκρατορίας Κύρου Β΄ συνθέτει την προσφιλή του εικόνα τού ιδανικού μονάρχη.

Τριπτόλεμος - O Ήρωας την Ελευσίνας

Ο Τριπτόλεμος είναι ο κατεξοχήν ήρωας, που συνδέεται με το μύθο της Δήμητρας και τη διάδοση της καλλιέργειας της γης.

Από τις μυθικές εκδοχές της γενεαλογίας του, η επικρατέστερη είναι εκείνη που τον θέλει γιο του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετανείρας. Η Θεά Δήμητρα, για να ανταμείψει τη φιλοξενία που δέχτηκε από τους γονείς του στην Ελευσίνα, χάρισε στον Τριπτόλεμο ένα άρμα, που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και μεγάλη ποσότητα σιταριού για να το σπείρει σε όλη την οικουμένη.

Σε μερικές χώρες ο Τριπτόλεμος αντιμετώπισε αντιδράσεις. Ο βασιλιάς π.χ. των Γετών Κάρναβος, αφού έμαθε ο ίδιος την τέχνη της καλλιέργειας των δημητριακών, σκότωσε έναν από τους δράκοντες του άρματός του, για να μη διαδοθεί το μυστικό σε άλλες χώρες. Η Δήμητρα μεταμόρφωσε τον Κάρναβο σε δράκο, για να αντικαταστήσει τον σκοτωμένο. Αλλού, στην Πάτρα, ο Ανθείας, γιος του βασιλιά Εύμηλου, προσπάθησε να ζέψει τους δράκοντες στο θεϊκό άρμα μόνος του, την ώρα που ο Τριπτόλεμος κοιμόταν, αλλά έπεσε από το άρμα και σκοτώθηκε. Ο Εύμηλος και ο Τριπτόλεμος, για να τον τιμήσουν, ίδρυσαν την πόλη Άνθεια.

Όταν γύρισε στην Ελευσίνα, η Δήμητρα τον μύησε στη λατρεία της και έγινε ο πρώτος ιερέας της. Στην Ελευσίνα υπήρχε βωμός του, καθώς και το αλώνι όπου κατά το θρύλο είχε αλωνιστεί το πρώτο σιτάρι που έβγαλε η σπορά του, και που ήταν γνωστό σαν Άλως Τριπτολέμου. Ο Τριπτόλεμος λατρευόταν και στην Αθήνα, στο Ελευσίνιο άντρο, μέσα στο οποίο υπήρχε άγαλμά του.

Η ονομαστή αυτή Οικογένεια του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετανείρας, που υποδέχθηκε την Θεά Δήμητρα στον οίκο της, εκτός απο τον Τριπτόλεμο, αποτελούνταν από πέντε ακόμη τέκνα, τέσσερεις θυγατέρες – την Καλλιδίκη, την Κλεισιδίκη, την Δημώ και την Καλλιθόη – καθώς και τον μικρότερο υιό Δημοφώντα, σύμφωνα με τον «Ομηρικό Ύμνο εις Δήμητρα».

Από τα Ονόματά τους καταλαβαίνουμε το μέγεθος του Πολιτισμού της αρχαιοτάτης εκείνης εποχής.

Έννοιες υψηλού επιπέδου ήσαν καθημερινό τους βίωμα.
Κάλλος (=ομορφιά στην ζωή και στην τέχνη) + Δίκη (=δικαιοσύνη) βγαίνει από το όνομα Καλλιδίκη.
Κλέος (=δόξα, υστεροφημία) + Δίκη (δικαιοσύνη) σημαίνει η Κλεισιδίκη.
Η Δημώ μάς φανερώνει ότι υπήρχε Δήμος, και μάλιστα κατά τα αρχαία μας κείμενα συνεδρίαζε καθημερινώς το Πρυτανείο, αποτελούμενο από τους αρίστους των πολιτών για τα τρέχοντα θέματα διοικήσεως του τόπου. Ο Δημοφών επίσης μας δηλώνει την φωνή του Δήμου.
Η Καλλιθόη μας φανερώνει Αθλητικούς Αγώνες (Κάλλος + θέω=τρέχω), και πράγματι τα Ελευσίνια αναφέρονται ως αρχαιότατοι Αγώνες Σταδίου.

Η προγονική μας αυτή Οικογένεια περιλαμβάνει και έναν μεγάλο Απόστολο, τον πρώτο στην Ιστορία. Ο Τριπτόλεμος (τρίς + πτόλεμος) – εκ του πολέω (και πτολέω) που σημαίνει οργώνω κυκλικά τρεις φορές, εξ ού πόλις (και πτόλις-πτολίεθρον) και πόλος (περιστροφή) – μάς φανερώνει την γνώση της Γεωργικής Τέχνης. Τότε οι άνθρωποι απέκτησαν μόνιμη κατοικία. Η Γεωργία – που είναι «πασών επιστημών μήτηρ» κατά τον Αριστοτέλη – διδάχθηκε από τον Τριπτόλεμο στην Ανθρωπότητα, σύμφωνα με την Αττική παράδοση, αφού ανέλαβε αυτήν την Αποστολή με τις ευλογίες και την γνώση από την ίδια την Θεά Δήμητρα και την Κόρη της Περσεφόνη. Οι άνθρωποι τον τίμησαν με Ναό στην Ελευσίνα και στην Αθήνα. Επίσης, υπήρχε και Ιερόν προς τιμήν της μητέρας του, της Μετάνειρας, στην Ελευσίνα.


Το Εικόνισμα από τον Ναό του Τριπτολέμου, όπου παραλαμβάνει τον Σίτο και τις ευλογίες της Μητρός και της Κόρης υπάρχει στο Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (και αντίγραφο στο Μουσείο Ελευσίνος).


Είναι πολύ ενδιαφέρον (και χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως) ότι ο Τριπτόλεμος εξετέλεσε την Αποστολή του καθήμενος πάνω σε αμαξίδιο, που οδηγούσαν πτερωτοί δράκοντες, δωρίζοντας από τόπο σε τόπο τους σπόρους του Σίτου και διδάσκοντας την καλλιέργεια της Γης, εξημερώνοντας τα ήθη της Ανθρωπότητας με την γνώση των Θεσμών της Δήμητρας…


Η εικόνα αυτή με το σκηνικό της Αποστολής του Τριπτολέμου στο αμαξίδιο ήταν πολύ δημοφιλής στους Αθηναίους, και παρουσιάσθηκε με κάθε μορφή Τέχνης, από Ζωγράφους επί αγγείων , από Γλύπτες επί μαρμάρων, από Συγγραφείς επί βιβλίων…


Ο Ιερός χώρος της Ελευσίνος, με το Σπήλαιον της Δάειρας και το Τελεστήριον των Ελευσινίων Μυστηρίων, με το Στάδιον και το Πρυτανείον, μας διδάσκει διαχρονικά τα μέγιστα νοήματα της Ζωής και του Θανάτου.


ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ – Καλλιθόη – Δημώ – Δημοφών – Καλλιδίκη – Κλεισιδίκη, ας οδηγούν πάντοτε τον δρόμο του καθενός μας, στους καλούς αγώνες, με φωνή στον δήμο, με δικαιοσύνη στον βίο μας, ώστε να αφήσουμε καλή φήμη και δόξα στους απογόνους μας.


πηγές:
wikipedia.org
triptolemos.org

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 -1452)


Ο Πλήθων Γεώργιος Γεμιστός ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας (1355 - 1452). Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, αυτοκράτορος Μανουήλ του Β' Παλαιολόγου στο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Σχετικά με τα νεανικά του χρόνια δεν υπάρχουν πολλά ακριβή στοιχεία. Τα μεγαλύτερο μέρος του τμήματος αυτού της ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ για κάποιο διάστημα διέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην Αδριανούπολη ή την Προύσα, όπου μαθήτευσε κοντά στον κατά τα άλλα άγνωστο Εβραίο οπαδό του Αβερρόη, και του Αβικένα, Ελισσαίο. Είναι πολύ πιθανό ότι πίσω από το όνομα Ελισσαίος κρύβεται το όνομα κάποιου Πέρση δερβίση ενδεχομένως μευλεβίτη ο οποίος του έκανε γνωστά, εκτός από τους περσοάραβες σχολιαστές του Αριστοτέλη, τα αιρετικά δόγματα του Σοχραβαρδή και του Ρουμή καθώς και άλλων Περσών. Το 1400 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄ (1383-1407), Θεόδωρος Β΄ (1407-1443) και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449, ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Επίσης ο Πλήθων ήταν σύμβουλος και των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές του περιεχόμενο.

Το 1437-39 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Επίσης μέλος της αποστολής ήταν και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστής λόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων.

Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στην Λακεδαίμονα το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, (φώτο) «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».

Προς τιμήν του, ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων".

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, (διαβάστε στο Ελληνικό Αρχείο τους ΎΜΝΟΥΣ προς τους Θεούς τους Πλήθων) συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, και συνέγραψε τα «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των Στωικών, του Ζωροάστρη και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

Μετά το θάνατό του, οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού.

ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΜΙΣΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ

Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νέοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.

Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ’ όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι’αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα.

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία.

Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ’ ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές . (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ’ ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


Πηγή: «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» του Κώστα Π. Μανδηλά . Εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήναι 1997

Λυκούργος της Σπάρτης - Έργο και Νομοθεσία

Κατά τη διάρκεια του 8ου, 7ου και 6ου π.Χ, αιώνα κυριαρχούσα πολιτεία στην Ελλάδα ήταν η Σπάρτη. Το καθεστώς της Σπάρτης αποδιδόταν στον Λυκούργο και οι κανόνες του συστήματος ονομάζονται «οι νόμοι του Λυκούργου». Η λέξη νόμος μπορεί να μεταφραστεί «law», αν και έχει πλατύτερη έννοια απ' ό,τί αυτή η αγγλική λέξη. Περιλαμβάνει συνήθειες και έθιμα, που πρέπει ή δεν πρέπει να τηρηθούν, έστω και αν δεν ορίζονται με διάταξη ή δεν επιβάλλονται από τη δημόσια αρχή. Όταν οι νόμοι της Σπάρτης αποδίδονται στον Λυκούργο, αυτό που εννοείται είναι ότι ο Λυκούργος διετύπωσε κανόνες και αξίωσε από τους Σπαρτιάτες να τους τηρήσουν: «εφύλαξε ταύτα μη παραβαίνειν», «σιγούρεψε ότι δεν θα τους παρέβαιναν» (Ηροδ. 1.65.5).

Το μυστικό της Πολιτείας της Σπάρτης, ήταν η παιδεία που παρείχε στα τέκνα της. Όσο κρατήθηκε «ζωντανή» η Μεγάλη Ρήτρα του Λυκούργου και οι παραδόσεις της Σπάρτης, κανείς ξένος κατακτητής δεν κατάφερε να πατήσει το πόδι του στην Σπάρτη. Πάντοτε προκαλούσε την απορία αλλά και τον φθόνο των υπολοίπων, πως κατάφεραν αυτά τα πέντε πλινθόκτιστα χωριά (που αποτελούσαν την πόλη της Σπάρτης), τα οποία δεν περιβάλλονταν από προστατευτικό τείχος, η μοναδική πόλη όχι μόνο στον Ελληνικό κόσμο αλλά και στα πολιτισμένα έθνη της Μεσογείου και της Ασίας που δεν διέθετε έστω μια υποτυπώδη οχύρωση, να ηγούνται όλων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΡΗΤΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

Οι Δωριείς της Σπάρτης άρχισαν κυρίως να επεκτείνονται μετά την εποχή του Λυκούργου. Η Πολιτεία της Σπάρτης οφείλει πολλά από το ένδοξο μεγαλείο της στους νόμους που θέσπισε ο Λυκούργος για τους Λακεδαιμονίους. Ωστόσο, την ευνομία που ευλαβικά προσέφερε στην Πολιτεία την πλήρωσε με την αγανάκτηση των πλούσιων πολιτών της, και λίγο έλειψε με την ίδια του τη ζωή. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στη βιογραφία του, που παραθέτει ο Πλούταρχος, το χτύπημα που δέχτηκε ο Λυκούργος στο πρόσωπο, από την βακτηρία του πλούσιου Σπαρτιάτη Άλκανδρου έπειτα από καταδίωξη.
"Ο Λυκούργος λίγο έλειψε να χάσει το ένα μάτι του, αλλά μπόρεσε να θεραπευτεί χάρη στην Αθηνά οφθαλμίτιδα, «Οπτιλλέτιν», γιατί οι Λάκωνες Δωριείς λέγουν τους οφθαλμούς οπτίλους και στην οποία ίδρυσε το ομώνυμο ιερό για να την ευχαριστήσει" (Πλούτ. Λυκ. 116. 55-56).
Ο Λυκούργος έζησε το πιθανότερο κατά τον 8ο αιώνα. Κατά τον Ηρόδοτο υπήρξε επίτροπος του βασιλέως Λεωβώτου και καταγόταν από τον κλάδο των Αγιαδών. Αντίθετα ο Αριστοτέλης (Αριστ. Πολ. Β. 10-15), τον παρουσιάζει ως επίτροπο του βασιλέως Χαρίλλου ή Χαρίλαου, έλκοντας έτσι την καταγωγή του από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κανείς όμως εκ των δύο προαναφερθέντων δεν αμφισβητεί την ιστορικότητα του νομοθέτη.

Ο Πλούταρχος (Λυκ. 6), έρχεται έπειτα να βάλει και αυτός την υπογραφή του στην ιστορικότητα του Λυκούργου (όταν καταγράφοντας την Μεγάλη Ρήτρα), λέει πως καλούσε λαοσυνάξεις (Απέλλα), από καιρό σε καιρό (σε τακτικά δηλαδή διαστήματα), στο μέρος που είναι ανάμεσα στην γέφυρα Βάβυκα και τον ποταμό Κνακίωνα, το σημερινό δηλαδή ρέμα της Μαγούλας ή αλλιώς Τριπιώτικο ποτάμι. Ο Λυκούργος όρισε ακόμη με την Ρήτρα του τη συνεδρίαση της Απέλλας κάθε πανσέληνο.

Ο Πλάτων επίσης θαύμαζε και επικροτούσε τους νόμους του, πιστεύοντας πως είναι θεϊκής προελεύσεως. Ακόμη και αρκετοί στωϊκοί φιλόσοφοι έδωσαν πίστη στον «μύθο» για την νομοθεσία του Λυκούργου. Ένας από αυτούς που ήταν θαυμαστής του αρχαίου μεγαλείου της Σπάρτης (και είχε ο ίδιος προσωπικά μυήσει στη στωϊκή φιλοσοφία τους μεταρρυθμιστές βασιλείς Άγι τον Δ΄ και τον Κλεομένη τον Γ΄), ο φιλόσοφος Σφαίρος ο Βορυσθενίτης, σε δύο μελέτες του, Περί της Λακεδαιμονίων Πολιτείας και Περί Λυκούργου και Σωκράτους, πρόβαλε το Λυκούργειο πολίτευμα, ως το πολίτευμα που θα φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους. Υπάρχει επίσης μια πλειάδα αρχαίων συγγραφέων που παραδέχονται την ιστορικότητα του Λυκούργου, ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Τίμαιος, Φύλαρχος, Διόδωρος, Ερατοσθένης, Απολλόδωρος, Σιμωνίδης, Διευτυχίδας.

Για να θεσπίσει τους νόμους του ο Λυκούργος θα ακολουθήσει και θα σεβαστεί πολλές από τις ήδη υπάρχουσες παραδόσεις και θεσμούς των Σπαρτιατών, όπως για παράδειγμα τον θεσμό της διπλής βασιλείας που προϋπήρξε όπως και η διανομή της κατακτηθείσης από τους Δωριείς γης σε κλήρους. Με τη ρήτρα του χώρισε την γη των Λακεδαιμονίων σε ίσους κλήρους, ίσους σε παραγωγική απόδοση το κυριότερο όμως είναι πως τους έκανε αναπαλλοτρίωτους, δηλαδή, ο κάτοχος του κλήρου δεν είχε το δικαίωμα να πωλήσει τον κλήρο του, γιατί ανήκε στην Πολιτεία των Σπαρτιατών.

Ο θεσμός των εφόρων πιστεύεται από τους σύγχρονους ιστορικούς, πως είναι πολύ μεταγενέστερος της Ρήτρας του Λυκούργου (Ηρόδ. Ιστ. Α΄. 65). Κατά τις εκστρατείες οι έφοροι (δύο των αριθμό), ήταν τα «μάτια της ρήτρας του Λυκούργου», χωρίς το δικαίωμα της επεμβάσεως. Βασικό τους μέλημα ήταν να ελέγχουν εάν τηρούνταν οι νόμοι του Λυκούργου. Ένα παλίμψηστο του Βατικανού (Βατ. Ελληνικά, 2306), το οποίο αναφέρεται στις δικονομικές διαδικασίες των Λακεδαιμονίων, βεβαιώθηκε από τον J. J. Keaney “Theophrastus Greek Judicial Procedure”, ως γνήσιο και εκδόθηκε πολλές φορές, πιστοποιώντας πως: «Η Γερουσία, οι δύο βασιλείς και οι έφοροι συμπράττουν στην άσκηση της Δικαιοσύνης» (Richers 2001).  Επίσης οι έφοροι διαθέτουν δικό τους κατασκοπευτικό δίκτυο. Από την πρώιμη κλασική εποχή και μεταγενέστερα «οι έφοροι είναι υπεύθυνοι για την αστυνόμευση σε όλη την επικράτεια των Λακεδαιμονίων», (Cristien 2001).

Ανέκαθεν οι Σπαρτιάτες κοιτούσαν με νοσταλγία το παρελθόν, τον καιρό που έζησε ο νομοθέτης τους, αναπολώντας την ευνομία των παρελθόντων ετών. Τον Λυκούργο τίμησαν ως ημίθεο και τον περιέβαλαν με συμβολικές μορφές, τελούσαν δε προς τιμήν του ειδική ενιαύσιο εορτή τα Λυκούργεια. Στην πόλη της Σπάρτης υπήρχε και ναός του νομοθέτη, πίσω από τον οποίο βρισκόταν ο τάφος του υιού του Ευκόσμου.

Όπως σχολιάζει ο Ξενοφών οι νόμοι του Λυκούργου, αν και γράφτηκαν στην απώτατη αρχαιότητα, ήταν πάντα επίκαιροι. Εμπνεύστηκαν από τον νομοθέτη την εποχή των πρώτων απογόνων των Ηρακλειδών και μέχρι τις ημέρες του Ξενοφώντος ήταν «ζωντανοί» και κατάλληλοι για όλες τις περιστάσεις. Οι νόμοι του Λυκούργου γαλουχούσαν τους αρχιστράτηγους – πολέμαρχους ώστε να έχουν κοντά στο μαχητικό και στρατηγικό πνεύμα. Πολλοί από τους νόμους που είχε θεσπίσει ο Λυκούργος ήταν δυσδιάκριτοι ανάμεσα στις παραδόσεις των Σπαρτιατών. Στην προ Λυκούργου εποχή, υπάρχουν αναφορές πως οι Σπαρτιάτες πλούτιζαν από το εμπόριο και ανθούσε η βιοτεχνία, καλλιεργούνταν δε συστηματικά οι καλές τέχνες.

Η Μεγάλη Ρήτρα του Λυκούργου σφυρηλατεί την ιδανική Πολιτεία. Ο Λυκούργος για να προστατεύσει τους ευπατρίδες και τις οικογένειές τους (ενώ παράλληλα θα θελήσει να κρατήσει το στράτευμα των Σπαρτιατών αλώβητο), θα περάσει στην εφαρμογή αυτών των μέτρων για να τους διασφαλίσει. Ο νομοθέτης προσπάθησε να δομήσει κατά τέτοιον τρόπο την κοινωνία της πόλεως, ώστε η καθημερινότητά τους να περιστρέφεται γύρω απ’ την ζωή της τιμής. Ο Σπαρτιάτης με γνώμονα την πολεμική αρετή ξεκινούσε έναν μεγάλο κύκλο, εκπαιδεύσεως που είχε ως αφετηρία του την παιδική ηλικία των επτά ετών.

Ο νομοθέτης βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, όταν προσπάθησε να επιβάλει στην Πολιτεία τα νέα του νομοσχέδια (Μεγάλη Ρήτρα), με στόχο, ο πολίτης της Σπάρτης όταν συμπλήρωνε τα τριάντα του έτη να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ώστε να μπορεί, με την αξία του πλέον, να διεκδικήσει κάθε στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα […]. Μόλις στα είκοσι του έτη ο νέος της Σπάρτης ήταν απόφοιτος της μοναδικής για την εποχή, Ακαδημίας του Πολέμου και γινόταν μέλος μιας από τις φοβερότερες πολεμικές μηχανές που υπήρξαν ποτέ, με παγκόσμια φήμη. Κύριος προσανατολισμός του Λυκούργου ήταν να δημιουργήσει καλούς και αγαθούς πολίτες, δηλαδή ανδρείους, καταδικάζοντας την μαλθακότητα και την πολυτέλεια, με τη λογική πως για να φθάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα ο πολίτης, πρέπει να αφιερωθεί εξολοκλήρου στον τρόπο ζωής που ήθελε να εφαρμόσει για τους Σπαρτιάτες. Η εξοικονόμηση ελεύθερου χρόνου, επιτεύχθηκε χάρη στην Ρήτρα του Λυκούργου, που είδε πως κάποιος εργαζόμενος σε οποιαδήποτε εργασία, δεν θα μπορούσε ακόμη και αν το ήθελε να γυμνάζει συγχρόνως και το πνεύμα του. Συν τοις άλλοις, επέβαλε την απαραίτητη πειθαρχία στο στράτευμα, ώστε να δημιουργηθεί ένας στρατός πρότυπο. Το κυνήγι εθεωρείτο μια πολύ ευχάριστη απασχόληση για τον ομοίο.



Οι πηγές καταγράφουν την εισαγωγή του σιδερένιου νομίσματος από τον Λυκούργο. Από τον Ξενοφώντα διαβάζουμε:
«Διότι πρώτον με τοιούτον όρισε νόμισμα, του οποίου και δέκα μόνον μνων αξίας αν εις την οικίαν μετακομιστεί, δεν θα μείνει απαρατήτητον ούτε από τους κυρίους ούτε από τους δούλους, επειδή και τόπον πολύν θα χρειαστεί και άμαξαν προς μεταφοράν (Λακ. Πολ. VII. 5). «Εις την Σπάρτη όμως ο Λυκούργος απαγόρευσεν εις τους ελευθέρους πολίτας όλα τα είδη του χρηματισμού, ως μόνην δ’ εργασία των διέταξε να θεωρούν όσα εξασφαλίζουν την ελευθερία των πόλεων», (Ξεν. Λακ. Πολ. VII. 2). 
Οι είλωτες αν και δεν ήταν ομοίοι δηλαδή πολίτες της πόλεως της Σπάρτης και συνεπώς δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και λόγο ή βήμα αν θέλετε, στην Απέλλα για όσα διαδραματίζονταν, εν τούτοις ήταν ένα πολύ ισχυρό κομμάτι στο πολιτικό ψηφιδωτό που είχε δημιουργήσει ο Λυκούργος.

Παραδίδεται επίσης από τον Ξενοφώντα πως ο Λυκούργος ήταν αυτός που συνέταξε και τους κανονισμούς για τη μάχη των εφήβων (στον Πλατανιστά). Στη «μάχη» αυτή χωρίς όπλα, η οποία ήταν καθοριστικής σημασίας αλλά και ένας σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη της ενηλικίωσης. Η «καρτερία» ήταν μια δοκιμασία επιδείξεως της αντοχής στον πόνο δημοσίως. Θεωρείται πως εισηγητής της τελετής της διαμαστιγώσεως (αγώνας καρτερίας), ήταν ο Λυκούργος.

Σίγουρα αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο ο Λυκούργος, που η ύπαρξή του οριοβατεί ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, θα πρέπει να είχε μελετήσει επί μακρόν την συμπεριφορά του λύκου και της κοινωνίας του, πριν συντάξει την Μεγάλη Ρήτρα. Άλλωστε και το όνομά του μήπως δεν παραπέμπει εκεί, κατά μια εκδοχή; Λυκούργος < λύκος + έργον>. Επικρατέστερη άποψη βέβαια είναι το θέμα της λέξεως λυκ να προέρχεται από το ουσιαστικό λύκη, «πρωινό φως, χάραμα», συνεπώς πρέπει να εξεταστεί σοβαρά και η πιθανότητα να προέρχεται από το ουσιαστικό λυκαεργός – λυκούργειος, ο εργαζόμενος λαμπρά έργα. Η Πυθία κατά την επίσκεψη του Λυκούργου στους Δελφούς τον είχε προσφωνήσει ως Λυκόεργε, Λυκόεργο, που ήταν επίθετα του Απόλλωνος, (Ηρόδ. Ιστορίαι. Α΄. 65). Ο λύκος δημιουργός, ο αρχιτέκτων, ο σοφός, Sol Invictus.

Οι ομοίοι με την ενηλικίωσή τους στελέχωναν τις δωδεκαμελείς ομάδες που ονομάζονταν συσκηνίες. Προφανώς, επειδή έμεναν μαζί σε σκηνές ή ιδιαίτερα οικήματα. Αρκετοί από τους θεσμούς της συντηρητικής όπως νομίζεται Σπάρτης, όπως ήταν και αυτός της συσκηνίας προέρχονταν από μια παλιά παράδοση, ίσως όχι έτσι οργανωμένοι και δομημένοι, αφού θεωρείται έργο και αυτό του Λυκούργου. Μόνο μετά την συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους οι ομοίοι μπορούσαν να δειπνούν και να κοιμούνται στις οικίες τους με τις γυναίκες τους κάποιες ημέρες το χρόνο. Και αυτό για τον Λυκούργο είχε σίγουρα παιδαγωγικό σκοπό, που είχε να κάνει μάλλον με την συζυγική διαγωγή και συμπεριφορά.

Ο Λυκούργος πιστεύοντας στην ευγονία των πολιτών, τους επέβαλε να γυμνάζονται. Εκτός των νέων και οι νέες της Σπάρτης ακολουθούσαν ένα πρόγραμμα αγωγής, ώστε εκτός των άλλων ωφελειών που είχαν, να τεκνοποιούν υγιή παιδιά. Ο Λυκούργος κατάφερε ώστε οι Σπαρτιάτες να έχουν φίλαθλο και ηρωικό πνεύμα.

Λέγεται πως ο Λυκούργος επέβαλε μέσα από την Ρήτρα άπαντες οι πολίτες της Σπάρτης να τρέφουν μακριά (μαλλιά) κόμη. Ο Λυκούργος όπως αναφέρεται στην Μεγάλη Ρήτρα εισηγήθηκε τον ερυθρό τρίβωνα, επειδή έβλεπε πως η απόχρωση αυτή ήταν ιδανικότερη για τους άνδρες, που έχουν ως στόχο να νικούν στο πεδίο της μάχης.

Ο ίδιος ο Λυκούργος, αναφέρεται πως είχε απαντήσει, όταν τον ρώτησαν γιατί όρισε την συχνή μετακίνηση του στρατοπέδου: «Για να προκαλούμε περισσότερο κακό στους εχθρούς», (Πλούτ. Ηθικά. 24. Λυκούργος). Αλλά και στην Λακεδαίμονα μπορεί να παρατηρήσει κανείς πως υπάρχουν πανάρχαιες αναπαραστάσεις των Διοσκούρων, ως ιππέων. Μήπως συνάμα αποτυπώνουν την αριστοκρατική τάξη των ιππέων στην προ Λυκούργου εποχή; Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο τιμητικός τίτλος ιππείς να αντανακλά στη μνήμη μιας ιδιαίτερης τάξης ευγενών, που στο παρελθόν, ίσως προ Λυκούργου υπήρξαν έξοχο ιππικό σώμα.

Η θρυλική επανίδρυση της Σπάρτης στις όχθες του Ευρώτα από τον Λυκούργο σηματοδότησε μια σειρά από κοσμογονικές αλλαγές, οι οποίες με την σειρά τους θα επηρεάσουν αλυσιδωτά και ριζικά, πολιτικά συστήματα σε πολλές χρονικές περιόδους. Ο νομοθέτης Λυκούργος, δημιουργώντας με τις ρήτρες του μια ισορροπία εξουσιών, μεταξύ των αριστοκρατικών φατριών της πόλεως, συγχρόνως θα σημάνει την στρατιωτική πρωτοκαθεδρία της Σπάρτης.



Πηγή: Δημήτριος Θ. Κατσούλης, Εκδόσεις Παύλος, Αθήνα 2010

Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου (319 – 272 π.Χ.)


Οι χρυσές σελίδες της Ιστορίας της Ηπείρου, με κέντρο την Αμβρακία, γράφτηκαν επί βασιλείας του Βασιλιά Πύρρου (296 π.Χ. – 272 π.Χ.). Τότε που ολόκληρη η Ελλάδα εδοκιμάζετο σκληρά από τις φιλοδοξίες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους αδελφοκτόνους πολέμους στους οποίους την παρέσυραν.

Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο ελληνισμός. Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση. Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία. Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας.Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων.Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.

Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία. Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.

Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του. Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.

Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος. Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.

Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Γι αυτό αφοσιώθηκε με όλη του την ψυχή στον εκπολιτισμό της χώρας του, της Ηπείρου.

Άρχισε να εξωραΐζει και να στολίζει με αγάλματα τις πόλεις και να φροντίζει για την εκτέλεση τεχνικών έργων. Έδωσε ώθηση στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας. Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, όπως τη Βερενικίδα και την Αντιγόνεια. Διακόσμησε την Αμβρακία, όταν την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Έχτισε μεγαλοπρεπή ανάκτορα στο δυτικό μέρος της πόλεως, τα γνωστά υπό το όνομα «Πύρρειον», οικοδόμησε ναούς, θέατρο, ανήγειρε πολλά μνημεία τέχνης, ανδριάντες, αγάλματα και γενικά δημιούργησε μια πόλη εφάμιλλη με τις άλλες ελληνικές πρωτεύουσες. Τέτοια ήταν η οικονομική άνθηση της Αμβρακίας, ώστε τα νομισματοκοπεία της έκοβαν κατά τη διάρκεια του έτους δύο και τρεις σειρές νομισμάτων.

Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει. Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε. Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.

Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες. Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.

Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα. Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.

Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.

Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους. Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»). Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.

Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο. Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων. Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.

Δε γνωρίζουμε τα κίνητρα, που ώθησαν τον Πύρρο, να στραφεί εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας, του Αντίγονου Γονατά. Στα στενά του Αώου, νίκησε το στρατό του Αντίγονου, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Γαλάτες. Περιήλθε στην εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έφθασε μέχρι την Έδεσσα) και της Θεσσαλίας, όμως δε συνέχισε τον πόλεμο στην Μακεδονία για να διώξει τελείως από αυτήν τον Αντίγονο, αλλά εισβάλει στην Πελοπόννησο, το 273 π.Χ. για να επιτεθεί κατά της Σπάρτης, να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Κλεώνυμο και ταυτόχρονα να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Με 25.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες, απεβιβάσθη ο Πύρρος στην Πελοπόννησο και άρχισε η προέλασή του εναντίον της Σπάρτης, με πολύ ευνοϊκές συνθήκες, γιατί ο βασιλιάς της Αρέας έλειπε στην Κρήτη. Έτσι ο Πύρρος έφθασε ως την πεδιάδα του Ευρώτα, δίχως να συναντήσει αντίσταση. Η τάφρος που κατασκεύασαν, οι γυναίκες και τα κορίτσια της Σπάρτης, με επικεφαλής την Αρχιδάμεια ,την κόρη του Βασιλιά της Σπάρτης,το βαλτώδες έδαφος και η γενναία αντίσταση των υπερασπιστών της Σπάρτης, ανάγκασε τον Πύρρο, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες (σκοτώθηκε και ο γιός του Πτολεμαίος), να αντιληφθεί το μάταιο των επιθέσεών του και να στραφεί προς το Άργος , για να προλάβει την κάθοδο του Αντίγονου. Όμως ο Πύρρος, αν και πρόλαβε να προωθήσει νύχτα το στρατό του μέσα στην πόλη του Άργους, η σύρραξη στην αγορά του Άργους και στα στενά δρομάκια, κατέληξε σε μια σφοδρή και παράξενη νυκτομαχία μεταξύ του στρατού του Αντίγονου και των Γαλατών του Πύρρου, αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την πόλη.

Εφαρμόζοντας το σχέδιο υποχώρησης ο Πύρρος και πολεμώντας σκληρά, σε ένα στενό δρόμο, που οδηγούσε στην πύλη της πόλεως, δέχτηκε στο κεφάλι ένα κεραμίδι, που το πέταξε από τη στέγη του σπιτιού της, μια Αργίτισσα γυναίκα, βλέποντας τον Πύρρο έτοιμο να διατρυπήσει τον γιό 4 της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα ώστε να σπάσουν οι σπόνδυλοι του τραχήλου του και να λιποθυμήσει. Ένας στρατιώτης του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και με το ιλλυρικό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι του «Αετού» της Ηπείρου. Έτσι ο «Αετός» δίπλωσε σε ηλικία 46 χρονών για πάντα τα φτερά του. Με το θάνατο του Πύρρου, που συνέβη στα τέλη του 272 π.Χ., έσβησε και η δόξα της Ηπείρου. Όλες οι μακεδονικές και θεσσαλικές κτήσεις του, περιήλθαν στον Αντίγονο. Η Ακαρνανία έγινε πάλι ανεξάρτητη. Μόνο η Αμβρακία αφέθηκε στην κυριαρχία της Ηπείρου, στο θρόνο της οποίας ανέβηκε ο γιός του «Αετού» Αλέξανδρος. Έτσι η Ήπειρος, η άσημη χώρα των κτηνοτρόφων, που πρόβαλε ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, που κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και το θρόνο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που πάλεψε για την κοσμοκρατορία και την ηγεμονία της Μεσογείου, που αγωνίστηκε μόνη της να πνίξει στη γέννησή του το ρωμαϊκό κράτος, που έγραψε σελίδες δόξας και άφταστου ηρωισμού, ξανάπεσε με το θάνατο του Πύρρου στην παλιά της αφάνεια.

Η Ήπειρος γεννήθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του. Πρέπει να κατεβεί κανείς πολλές εκατονταετίες και να φτάσει στην εποχή των Κομνηνών και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ξαναβρεί την Ήπειρο να παίζει πάλι ενδιαφέροντα ρόλο στην Ιστορία. Έως τότε όμως η Ήπειρος μένει άσημη και αφανής, άδοξη και περιφρονημένη, ασήμαντη και φτωχική, όπως ήταν την εποχή που την παρέλαβε ο Πύρρος.

Ο έφιππος ανδριάντας του βασιλιά Πύρρου στην πλατεία Κιλκίς της Άρτας, μας υπενθυμίζει, ότι οι ήρωες , μας κράτησαν και μας κρατούν όρθιους, ενώνουν τον Ελληνισμό, γεμίζουν υπερηφάνεια το λαό μας και μεταδίδουν την ιστορία της Αμβρακίας στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες.

Toυ Κώστα Τραχανά

Πηγές: «Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου» Πέτρος Γαρουφαλιάς. Εκδόσεις Μ/Φ Συλλόγου «Ο Σκουφάς» 1966.
«Εγώ ο Πύρρος »Ρήγας-Γεώργιος Σκουτέλας Εκδόσεις Λιβάνη 2003.
«Η ιστορία της Σπάρτης» Σαράντος Καργάκος. Εκδόσεις Gutenberg (Τόμοι Α και Β) 2006.
Επιμέλεια: Ελλήνων Δίκτυο

Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου

Ο Αλέξανδρος με τον Ηφαιστίωνα μπροστά στην οικογένεια του Πέρση Βασιλιά Δαρείου
Giulio Fabri, Late 18th Century.- State Hermitage Museum St. Petersburg


«Αμίμητος» ήταν ο πίνακας του Απελλή που απεικόνιζε τον Αλέξανδρο ως «κεραυνοφόρον»


Του κ.Μιχάλη A. Τιβέριου, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Οσο περίεργο και αν φαίνεται, οι πληροφορίες που μας διασώζουν οι γραπτές μαρτυρίες για το παρουσιαστικό και την όλη εμφάνιση του Αλεξάνδρου είναι λιγοστές. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι από το έργο των ιστορικών, των σύγχρονων με τον Μακεδόνα βασιλιά, ελάχιστα σπαράγματα μας έχουν διασωθεί, ενώ η πρώτη σωζόμενη βιογραφία του είναι γραμμένη περίπου 400 χρόνια μετά το θάνατό του. Ετσι, η κύρια πηγή των γνώσεών μας για την εξωτερική του εμφάνιση είναι οι σωζόμενες απεικονίσεις του σε ποικίλες δημιουργίες της τέχνης. Αλλά και αυτές, αν εξαιρέσουμε ορισμένες, κυρίως νομίσματα, χρονολογούνται μετά τον θάνατό του, πολλές μάλιστα εξ αυτών αιώνες μετά.

Ο Αλέξανδρος δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα υψηλός, κάτι που προκύπτει έμμεσα από ορισμένα ενδεικτικά επεισόδια που μας διασώζουν αρχαίοι συγγραφείς. Οταν π.χ. ο Αλέξανδρος με τον Ηφαιστίωνα, τον επιστήθιο φίλο του, φορώντας ίδια στολή μπήκαν στη σκηνή της οικογένειας του Δαρείου που είχε αιχμαλωτισθεί μετά τη μάχη στην Ισσό, ο δεύτερος υπερείχε σαφώς σε ανάστημα και ομορφιά. Ετσι η μητέρα του Πέρση βασιλιά εξέλαβε αυτόν ως Αλέξανδρο και κινήθηκε προς αυτόν για να τον προσκυνήσει.

Διαφωτιστικές ως προς την εξωτερική εμφάνιση του Αλεξάνδρου είναι οι πληροφορίες της αρχαίας γραμματείας που αναφέρονται σε γνωρίσματα αγαλμάτων του Αλεξάνδρου, που είχε φιλοτεχνήσει ο Σικυώνειος Λύσιππος. Ως γνωστόν, στον μεγάλο αυτό γλύπτη είχε αναθέσει ο Αλέξανδρος την κατασκευή του επίσημου πορτραίτου του, δηλαδή την εικόνα του που ήθελε να προβάλλει στους υπηκόους του. Και αυτό «γιατί μονάχα (ο Λύσιππος) αποτύπωνε στο χαλκό το ήθος του, δηλαδή την προσωπικότητά του, και αποκάλυπτε μαζί με τη μορφή και την αρετή του». Αρχαίοι συγγραφείς μας πληροφορούν ότι στα αγάλματα αυτά η κεφαλή του είχε μια κίνηση προς τα πάνω, ο λαιμός τους μια ελαφριά στροφή προς τα αριστερά, τα μάτια του ακτινοβολούσαν ένα τρυφερό και συνάμα παθιασμένο «υγρό» βλέμμα, ενώ η όλη εικόνα του εξέπεμπε αρρενωπότητα και διακρινόταν από λεοντώδη χαρακτηριστικά. Τα τελευταία εξωτερικεύονταν κυρίως με τα πλούσια μαλλιά που χωρίζονταν στη μέση πάνω από το μέτωπο, θυμίζοντας χαίτη λιονταριού. Εμοιαζαν πράγματι με λιονταρίσια χαίτη γιατί οι διατεταγμένοι σε δυο σειρές βόστρυχοί τους ήταν φλογόσχημοι και ορθώνονταν στο κεντρικό τμήμα του μετώπου πέφτοντας προς τους κροτάφους. Ενα άλλο βασικό γνώρισμα των πορτραίτων του Αλεξάνδρου ήταν το ξυρισμένο πρόσωπο. Πρέπει να είναι ένας από τους πρώτους διάσημους θνητούς που απεικονίστηκε στη μεγάλη πλαστική της ελληνικής αρχαιότητας χωρίς γένι, κάτι που σαφώς υποδήλωνε τη φυσική ομορφιά και τη νεότητά του, ενώ σε παλιότερες εποχές το ξυρισμένο πρόσωπο ήταν συνήθως σημάδι δειλίας και θηλυπρέπειας.

Δεν μας έχει διασωθεί κανένα από τα αγάλματα του Αλεξάνδρου που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος. Ωστόσο γνωρίζουμε ορισμένα μεταγενέστερα, που άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο μας δίνουν κάτι από τα λυσίππεια αυτά έργα. Το πιο γνωστό από αυτά, που συμβαίνει μάλιστα να είναι και το μόνο του οποίου η ταύτιση ως πορτραίτο του Αλεξάνδρου επιβεβαιώνεται από την επιγραφή που φέρει, δυστυχώς δεν μας διασώζεται σε καλή κατάσταση και επιπλέον φέρει πολλές συμπληρώσεις. Πρόκειται για μια μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη του 2ου αι. μ.X. που βρέθηκε στα περίχωρα της Ρώμης και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου. Είναι γνωστή στους ειδικούς ως στήλη Azara από το όνομα ενός Ισπανού διπλωμάτη που την είχε κάποτε στην κατοχή του. Πρέπει να σημειώσω ότι τα αγάλματα του Αλεξάνδρου που έπλασε ο Λύσιππος επηρέασαν αποφασιστικά τις επίσημες απεικονίσεις των διαδόχων του και ως ένα βαθμό χρησίμευσαν ως πρότυπό τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες ελληνιστικοί ηγεμόνες και αργότερα Ρωμαίοι αυτοκράτορες και στρατηγοί μιμήθηκαν γνωρίσματα των επίσημων αυτών απεικονίσεων του Αλεξάνδρου.

Ολες όμως οι παραπάνω πληροφορίες που αντλούμε από την αρχαία γραμματεία για τα γνωρίσματα των πορτραίτων του Αλεξάνδρου και τα οποία ανιχνεύονται πράγματι και στις σωζόμενες απεικονίσεις του, δεν αποτύπωναν ασφαλώς πιστά την πραγματικότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν εξιδανικευμένα και συνέθεταν μια μορφή σκόπιμα ωραιοποιημένη, που βρισκόταν σε συμφωνία με μια πολιτική που τέθηκε σε εφαρμογή όσο ζούσε ο Αλέξανδρος ­ φυσικά συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του ­ και επέβαλλε τη θεοποίησή του. Στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας η συμβολή του ίδιου πρέπει να ήταν καίρια. Για λόγους πολιτικούς επεδίωκε να καθιερώσει ένα συγκεκριμένο τρόπο απεικόνισής του που θα βοηθούσε στην επίτευξη των επιδιώξεών του και στην εμπέδωση της κυριαρχίας του. Ετσι ανάλογες απεικονίσεις του εμφανίστηκαν και σε άλλες εκφάνσεις της τέχνης εκτός από την πλαστική, όπως π.χ. στη ζωγραφική και τη σφραγιδογλυφία. Είναι γνωστό ότι ως επίσημο ζωγράφο του ο Αλέξανδρος είχε χρίσει τον Απελλή, ο οποίος απέδιδε στο πρόσωπό του με ανυπέρβλητο τρόπο υπερφυσικά χαρακτηριστικά, ενώ τη χάραξη της μορφής του στους σφραγιδόλιθους, πιθανόν και στα νομίσματα, την είχε αναθέσει στον Πυργοτέλη. «Αμίμητος» ήταν ο πίνακας του Απελλή που απεικόνιζε τον Αλέξανδρο ως «κεραυνοφόρον». Βρισκόταν στο ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο και ήταν ένα έργο που εξέπεμπε σαφή πολιτικό συμβολισμό. Υπενθύμιζε στους επισκέπτες του μεγάλου αυτού ιερού τη σχέση του Αλεξάνδρου με τον Δία, τον βασιλιά των θεών, που πρόβαλλε η κρατική προπαγάνδα.

Πηγή: Το Βήμα

Πεισίστρατος (605 - 527 π.X.)

Ο Πεισίστρατος φθάνει στην Ακρόπολη συνοδευόμενος από την Αθηνά. Σχέδιο του Πινέλι, 1820

O Πεισίστρατος υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας η οποία καταγόταν από την Βραυρώνα της Αττικής. Γεννήθηκε γύρω στο 605 π.Χ. και ήταν γιός ενός πλούσιου άνδρα που είχε ακίνητη περιουσία στα μεσόγεια, πιθανόν στο Μαραθώνα ή στη Βραυρώνα, τον Ιπποκράτη. Η μητέρα του ήταν ξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα και ίσως αυτό ήταν η αιτία που κάποιοι ανέφεραν στενή σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Οταν ήταν νέος, στην Αθήνα κυριαρχούσε σχεδόν εμφύλιος με έντονες διαμάχες. Η απογοήτευση από τα μέτρα του Σόλωνα, που φτωχοί και προνομιούχοι θεωρούσαν ημίμετρα ο καθένας για τους λόγους του, ήταν μεγάλη και η πόλη είχε φτάσει στο σημείο να μη μπορεί να εκλέξει ηγεσία. Πιο δυσαρεστημένοι πάντως ήταν οι ακτήμονες και όσοι είχαν μικρά κομμάτια γης, αλλά και οι ολιγαρχικοί γαιοκτήμονες. Οι έμποροι κρατούσαν μια ήπια στάση και ήταν μάλλον υπέρ της διατήρησης των μέτρων του Σόλωνα, ενώ οι ολιγαρχικοί ήθελαν να καταργηθούν.

Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν ως εκπρόσωποι των δύο ισχυρών τάξεων, δύο άνδρες. Ο ένας ήταν ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής που ήταν σχετικά μετριοπαθής και συντασσόταν με τους πλούσιους εμπόρους ή την αστική τάξη της εποχής, παρότι ανήκε οικονομικά στην προνομιούχα αριστοκρατία και είχε τεράστια περιουσία. Δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής, γιατί ήταν βεβαρυμένος με το Κυλώνειο Άγος. Ηγείτο πάντως του "κόμματος" των παράλιων όπως λεγόταν τότε η μερίδα με συμφέροντα από το εμπόριο και που επεδίωκε το άνοιγμα της πολιτικής εξουσίας σε όσους είχαν αποκτήσει χρήματα από αυτό. Στην άλλη μερίδα ήταν επικεφαλής ο Λυκούργος του Αριστολαΐδη, ο οποίος ήταν επικεφαλής των γαιοκτημόνων ή του κόμματος των πεδιακών.

Ο Πεισίστρατος προτού βάλει στόχο την εξουσία, είχε διακριθεί τότε σε μια εκστρατεία στα Μέγαρα, και ο λαός τον εκτιμούσε. Ο λόγος ήταν πως το 570 π.Χ., στη διάρκεια του πολέμου των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.

Ο Πεισίστρατος υπήρξε κατά διαστήματα (για συνολικά περίπου 20 χρόνια) τύραννος των Αθηνών, στην περίοδο 561 έως 527 π.Χ. Προσπάθησε και κατάφερε να επιβάλει τυραννίδα τρεις φορές χρησιμοποιώντας άλλοτε συμμάχους από διάφορες πόλεις, άλλοτε από την ίδια την Αθήνα όπου υπήρχαν έντονες διαμάχες εξουσίας μεταξύ αντίπαλων ισχυρών οικογενειών, άλλοτε μισθοφορικό στρατό και άλλα τεχνάσματα. Τις πρώτες δύο φορές κατάφερε να επιβληθεί για μικρό χρονικό διάστημα, μετά το οποίο ανατράπηκε και εξορίστηκε. Την τρίτη φορά όμως έμεινε στην εξουσία μέχρι το θάνατό του. Αυτός επήλθε από φυσικά αίτια και σε μεγάλη ηλικία του Πεισιστράτου, το 527 π.Χ., οπότε τον διαδέχτηκαν οι Πεισιστρατίδες.

Στο διάστημα της διακυβέρνησής του σπάνια εφάρμοζε στυγνή τυραννία και φρόντιζε να κρατά πολιτικές ισορροπίες μη καταλύοντας όλους τους θεσμούς. Εντούτοις με πολλούς τρόπους παρακώλυε την πραγματική λειτουργία της δημοκρατίας και ήλεγχε όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας, παίρνοντας κατά καιρούς και ακραία, σαφώς τυραννικά μέτρα.

Εξόρισε για παράδειγμα όλους τους σημαντικούς αντιπάλους του, που ήταν οι "παράλιοι", δηλαδή οι αριστοκράτες και οι μεγαλέμποροι υπό τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή, και οι "πεδιακοί", δηλαδή οι επίσης αριστοκράτες, αλλά ολιγαρχικοί στις πεποιθήσεις γαιοκτήμονες υπό τον Λυκούργο γιο του Αριστολαΐδη. Πήρε συγγενείς όλων των αντιπάλων του ως ομήρους ώστε να μην τολμούν να του αντιταχθούν όσοι παρέμεναν στην Αθήνα - έστειλε τους ομήρους στη Νάξο όπου έγινε τύραννος ο προσωπικός φίλος του Λύγδαμις.

Δήμευσε τις περιουσίες όσων εξόρισε και τις μοίρασε στους ακτήμονες ή στους μικροκτηματίες και γενικά πήρε στη συνέχεια οικονομικά μέτρα υπέρ των αγροτών, βοσκών, θητών και φτωχών που αποτελούσαν και το βασικό λαϊκό έρεισμά του.

Στήριξε την πολιτική του στον "πόλεμο κατά των πλουσίων" αλλά πήρε και μέτρα που τον έκαναν αρεστό ακόμα και σε εκείνους, επειδή τόνωσαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Αυτό το έκανε τόσο για να ευημερεί η πόλη, όσο και για να προσεταιρίζεται όσους αριστοκράτες και αστούς εμπόρους μέχρι πρόσφατα στήριζαν το κόμμα των "παραλίων" ή εκείνη την εποχή, των Αλκμεωνιδών.Απέφυγε τους πολέμους και στα ειρηνικά χρόνια της κυβέρνησής του η οικονομία της Αθήνας βελτιώθηκε σημαντικά, κατασκευάστηκαν πολλά έργα και δημιουργήθηκε σημαντική βιβλιοθήκη. Ο ίδιος είχε σημαντικά εισοδήματα από προσωπικές επιχειρήσεις που απέκτησε στο Παγγαίο όσο ήταν εξόριστος και έτσι δεν επιβάρυνε ιδιαίτερα τον κρατικό προϋπολογισμό με προσωπικές δαπάνες που θα τον αποξένωναν από το λαό.

Ο Πεισίστρατος έκανε τρεις γάμους και απέκτησε συνολικά πέντε ή έξι παιδιά. Οι απόψεις των ιστορικών δεν ταυτίζονται απόλυτα ούτε ως προς τον αριθμό των τέκνων ούτε ως προς τα ονόματα όλων των παιδιών, αλλά πάντως συμφωνούν ότι από το γάμο με την κόρη του Μεγακλή δεν γεννήθηκε κανένα παιδί. Επίσης συμφωνούν ότι ο Ιππίας και ο Ίππαρχος ήταν αδιαμφισβήτητα παιδιά του πρώτου γάμου. Από τον πρώτο ή το δεύτερο γάμο ο Πεισίστρατος απέκτησε και μία κόρη.

Οταν ήταν στην εξορία, για να συμμαχήσει με τους Αργείους και να επανέλθει στην Αθήνα (ή κατ' άλλους, όταν ήδη ήταν στην εξουσία, προκειμένου να ισχυροποιήσει τη συμμαχία της Αθήνας με το Άργος), παντρεύτηκε την Τιμώνασσα, κόρη του Αργείου ισχυρού άνδρα Γοργίλου. Η Τιμώνασσα ήταν μέχρι τότε παντρεμένη με έναν άνδρα από την Αμβρακία, απόγονο των Κυψελιδών. Πάντως παντρεύτηκε τον Πεισίστρατο παρότι τα παιδιά που απέκτησε μαζί του θεωρήθηκαν στη συνέχεια νόθα για τα Αθηναϊκά μητρώα. Μία ερμηνεία είναι ότι ήταν καταγεγραμμένα ως Αργείοι πολίτες και όχι Αθηναίοι. Κατ΄άλλους, ο Πεισίστρατος δεν παντρεύτηκε ποτέ την Τιμώνασσα με τα έθιμα των Αθηνών, ακριβώς για να μη δημιουργηθεί δυναστικό ζήτημα με τους πρωτότοκους γιους του, οπότε ο μη νόμιμος γάμος δεν μπορούσε να έχει και νόμιμα τέκνα. Από αυτό το γάμο πάντως γεννήθηκαν σίγουρα δύο αγόρια, πιθανόν και τρίτο. Το ένα ήταν ο Ηγησίστρατος, στον οποίο αργότερα ο Πεισίστρατος ανέθεσε την τυραννική διακυβέρνηση του Σιγείου στην Ιωνία και αυτή η ανάθεση εκλαμβάνεται από τους ιστορικούς ως τήρηση συμφωνίας προς τους Αργείους -ότι δηλαδή έδωσε στον γιο του από την Αργεία σύζυγο ως κληρονομιά την περιοχή του Σιγείου. Το άλλο αγόρι ονομαζόταν Θετταλός. Ο Αριστοτέλης αναφέρει και έναν Ιοφώντα, που όμως δεν ξαναμνημονεύεται. Αν πράγματι υπήρξε, μάλλον πέθανε νέος.

Η πρώτη τυραννίδα

Ευφυής και φιλόδοξος, προσπάθησε στη συνέχεια δυο φορές να καταλάβει την εξουσία με στρατηγήματα, τα αποτελέσματα των οποίων είχαν βραχυπρόθεσμη επιτυχία και τον οδήγησαν δυο φορές στην εξορία.

Την πρώτη φορά, το 561 π.Χ., αυτοτραυματίστηκε και μαχαίρωσε επίσης τα μουλάρια του. Εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά με δυο πληγωμένα μουλάρια, και υποστήριξε ότι γλίτωσε από βέβαιη δολοφονία, καθώς υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάμων. Δεν κατονόμασε τους αντιπάλους που του επιτέθηκαν αλλά παρενέβη ένας φίλος του και άρχων, ο Αριστίων, που είπε ότι ο δήμος πρέπει να εκδώσει ψήφισμα για την προστασία του Πεισίστρατου. Σύμφωνα με το ψήφισμα θα επιτρεπόταν πλέον ο Πεισίστρατος να διαθέτει προσωπική φρουρά από ενόπλους και συγκεκριμένα από 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα).

Ο Σόλωνας αντέδρασε σε αυτό εντονότατα, αλλά δεν εισακούσθηκε. Κατηγόρησε ευθέως τον Πεισίστρατο ότι είχε αυτοτραυματιστεί σαν τον Οδυσσέα, μόνον που εκείνος το είχε κάνει για να ξεγελάσει εχθρούς ενώ ο Πεισίστρατος ήθελε να ξεγελάσει συμπολίτες του. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοκρατία λέγοντας ότι στόχος του Πεισίστρατου ήταν να χρησιμοποιήσει ενόπλους άνδρες για να καταλύσει τη δημοκρατία. Διαπίστωσε όμως ότι οι μεν αριστοκρατικοί φοβούνταν να αντιδράσουν (μια που ήταν και ύποπτοι για το υποτιθέμενο επεισόδιο εναντίον του Πεισίστρατου) οι δε δημοκρατικοί ήταν σύσσωμοι με το μέρος του Πεισίστρατου. Οπότε ο Σόλωνας είπε στο δήμο "αποχαυνωθήκατε όλοι σας" και αποχώρησε αποκαρδιωμένος. Όντως ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε πολύ σύντομα αυτή την προσωπική φρουρά - την οποία τεχνηέντως αύξησε σημαντικά σε αριθμό - και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία.

Ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τότε τις βασικές δημοκρατικές λειτουργίες και προσπάθησε να κυβερνήσει προσωπαγώς δίχως να θίξει το πολίτευμα σε καίρια σημεία, πλην όμως πολύ γρήγορα (ίσως σε λίγους μήνες ή το πολύ μέσα σε ένα χρόνο) ανατράπηκε και εξορίστηκε. Στην ανατροπή του πρωταγωνίστησαν οι συνασπισμένοι εναντίον του εκπρόσωποι των ολιγαρχικών και των εμπόρων, δηλαδή οι Λυκούργος και Μεγακλής. Πλην όμως η λυκοφιλία των δύο ανδρών που εκπροσωπούσαν συμφέροντα αντίθετων κοινωνικών ομάδων, δεν κράτησε πολύ. Οι ολιγαρχικοί ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση εις βάρος της αστικής τάξης ώστε η πολιτική εξουσία να περάσει και πάλι αποκλειστικά στα χέρια των ευγενών (δηλαδή των γαιοκτημόνων ουσιαστικά), οι δε έμποροι που είχαν πια αρκετά χρήματα απαιτούσαν να έχουν άποψη στα πολιτικά και στήριζαν τον Μεγακλή για να αντισταθεί στις ολιγαρχικές κινήσεις.

Η δεύτερη τυραννίδα

Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος τη νέα διαμάχη των αντιπάλων του, συμμάχησε με το Μεγακλή, ο οποίος για να απαλλαγεί από το Λυκούργο και τους ολιγαρχικούς, και θεωρώντας ότι ο πλούτος του αρκούσε για να ελέγξει τον Πεισίστρατο, δέχτηκε να τον στηρίξει σε μια μορφή ήπιας τυραννίας ώστε να μην ανατραπεί το σύστημα του Σόλωνα. Του έδωσε μάλιστα για σύζυγο την κόρη του ώστε τα παιδιά που θα αποκτούσε με αυτήν να ένωναν τις δύο οικογένειες, των Αλκμεωνιδών και των Πεισιστρατιδών. Με αυτό τον όρο ο Μεγακλής βοήθησε τον Πεισίστρατο να καταλάβει την εξουσία.

Για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων αυτή τη φορά ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδέστατο. Εβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά το 558 π.Χ.

Αυτή τη φορά η τυραννίδα κράτησε 2 χρόνια (αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ιστορικοί για τις χρονολογίες). Πάντως σύντομα η συμμαχία του Πεισίστρατου με τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή άρχισε να κλονίζεται επειδή ο τύραννος έδειξε εξαρχής ότι απέφευγε να κάνει παιδιά με την κόρη του πολιτικού συμμάχου του. Ο Μεγακλής ήταν γενικά σε δύσκολη θέση γιατί ο λαός των Αθηνών δεν συμπαθούσε τους Αλκμεωνίδες λόγω του Κυλωνείου Άγους αλλά και επειδή μεγάλη μερίδα του πληθυσμού ήταν φτωχή και δημοκρατική. Οι τελευταίοι στήριζαν απόλυτα τον Πεισίστρατο και οι έμποροι δεν αρκούσαν για να τον ανατρέψουν. Ο Μεγακλής συμμάχησε λοιπόν το 556 π.Χ. με τον Λυκούργο για άλλη μια φορά και έτσι κατάφερε πάλι να ανατρέψει τον Πεισίστρατο.

Η τρίτη τυραννίδα

Αν και εξόριστος και χωρίς περιουσία, ο Πεισίστρατος δεν έμεινε άπραγος. Κατόρθωσε χάρη στην επινοητικότητά του να αποκτήσει τον έλεγχο ορυχείων αργύρου και χρυσού στη Μακεδονία και τη Θράκη, και να πλουτίσει. Έτσι, με μισθοφόρους από το Άργος και στρατό που του εξασφάλισε ο φίλος του Λύγδαμης από το νησί της Νάξου, και αριστοκράτες φίλοι του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία και την Ερέτρια, ο Πεισίστρατος έπλευσε από την Ερέτρια στον Μαραθώνα. Από εκεί εξεστράτευσε κατά της Αθήνας και νικώντας τις δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή που τον περίμεναν στην Παλλήνη, έγινε κυρίαρχος των Αθηνών για τρίτη φορά, το 545 π.Χ., και μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι αντίπαλοι του αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν, ενώ ο Σόλωνας προσπάθησε να απευθυνθεί στον λαό και πάλι για να τον προτρέψει να αντισταθεί στην τυραννία, χωρίς επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα ο ηλικιωμένος Σόλωνας πέθανε από φυσικά αίτια.

Κατά την τυραννία του ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τους θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα, διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας, αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από προσωπικά και δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους στην καλλιέργεια της γης και στην τόνωση του εμπορίου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη, και εξόρισε όσους αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες.

Ο Πεισίστρατος έκανε αναδασμό της γης που δήμευσε -δηλαδή όχι όλης της γαιοκτησίας των πλουσίων, αλλά εκείνων που είχαν εξοριστεί- και την διένειμε στους ακτήμονες. Φρόντισε επίσης για τους αγρότες δίνοντάς τους χαμηλότοκα δάνεια. Θέσπισε κινητά δικαστήρια στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή.

Ο Πεισίστρατος ενθάρρυνε και τη βιοτεχνία και το εμπόριο, και καλυτέρευσε κατά πολύ την οικονομία της Αθήνας με τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος). Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφηναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Αυτά τα χρόνια, πολλά Αττικά προϊόντα εξήχθησαν στην Ετρουρία και Αίγυπτο, Μικρά Ασία και πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως κρασί, λάδι και αρώματα.

Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. (φώτο δεξιά: το αρχαίο υδραγωγείο του Πεισίστρατου στην αρχαία Αθήνα)

Πάντως για κάποια από αυτά τα έργα, οι ιστορικοί αποδίδουν στον Πεισίστρατο και πολιτική σκοπιμότητα, ότι δηλαδή επεδίωκε για παράδειγμα με μεγαλεπήβολα σχέδια όπως με το ναό του Ολυμπίου Διός να κρατά το λαό ικανοποιημένο και συνάμα αρκετά απασχολημένο, ώστε να μην εντρυφεί στην πολιτική και να είναι ο ίδιος ανενόχλητος στην τυραννίδα του Σε πολιτική υστεροβουλία, πιθανόν σε συνδυασμό και με το θετικό κίνητρο να διευκολύνει το λαό, αποδίδουν και το μέτρο του για περιοδεύοντες δικαστές. Αυτοί ναι μεν έλυναν επιτόπου πολλές διαφορές πολιτών στην Αττική και τους γλίτωναν από αδικίες και ταλαιπωρίες σε μετακινήσεις προς το άστυ, αλλά παράλληλα κρατούσαν και τους πολίτες στους δήμους τους, μακριά από το δήμο της Αθήνας όπου θα μπορούσαν ίσως να δημιουργήσουν προβλήματα στον Πεισίστρατο.

Στην εποχή του Πεισίστρατου καταγράφηκαν για πρώτη φορά και τα Ομηρικά Επη ενώ στην βιβλιοθήκη του, τη μεγαλύτερη σε όλες τις ελληνικές πόλεις, είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. H αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση.

Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες γιορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια. Περιέλαβε στους εορτασμούς της πόλης και αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Λέγεται μάλιστα ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.Χ.

Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε κανέναν πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους γείτονες, και κυρίως την επικίνδυνη Μεγαρίδα, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Οι φιλικές σχέσεις του με το λιμάνι της Δήλου (το θρησκευτικό κέντρο των Ιώνων), είχε ως αποτέλεσμα η Αθήνα να γίνει ο ηγέτης της Ιωνικής φυλής. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική».

Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου το 527 π.Χ. τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ίππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.Χ.

Εμπεδοκλής (495 - 435 π.Χ.)


Ο Εμπεδοκλής (495 - 435 π.Χ.) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους αντιπροσώπους της προσωκρατικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Γεννήθηκε στον Ακράγαντα, δεύτερη, ως προς τον πλούτο και την δύναμη πόλη της Σικελίας στην κάτω Ιταλία. Αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ο μόνος γηγενής πολίτης μιας δωρικής πολιτείας που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η σύγχρονη κοινωνία της πόλης, που γεννήθηκε, τον τιμά με το να ονομάσει ως Πόρτο Εμπέντοκλε το τεχνητό λιμάνι του όρμου του Ακράγαντα. Η καταγωγή του ανάγεται σε αρχοντική και επιφανή οικογένεια. Εγγονός του Εμπεδοκλή που το 496 π.Χ. στέφθηκε νικητής σε ιππικούς αγώνες στην Ολυμπία. Ήταν γιος του Μέτωνος ή Αρχινόμου,που κατείχε υψηλό αξίωμα στη διακυβέρνηση του τόπου του. Μάλιστα, όπως υποθέτουν οι ειδικοί, το δεύτερο από τα παραδιδόμενα ονόματα του πατέρα του Εμπεδοκλή δεν είναι κύριο αλλά προσηγορικό του δημοσίου λειτουργήματός του. Ο Μέτων, πρωταγωνιστής στις πολιτικές διαμάχες του τόπου το 470 π.Χ,. συνέργησε στην κατάλυση της αριστοκρατικής τυραννίας του Θρασυδαίου, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Θήρωνα.

Ο Εμπεδοκλής συνεχίζει και συμπληρώνει το έργο των προγόνων του. Όταν η μερίδα των ολιγαρχικών φάνηκε να επανακτά την ισχύ της, επιτίθεται εναντίον της, κήρυκας και προστάτης των δικαιωμάτων του λαού. Επανιδρύει την δημοκρατία. Λέγεται μάλιστα ότι του προσέφεραν το βασιλικό στέμμα, αλλά το απέρριψε με περιφρόνηση. Με αυτήν του την χειρονομία θυμίζει μια ανάλογη χειρονομία του εφάμιλλού του στη φιλοσοφία Ηράκλειτου.

Ο βίος του είναι γεμάτος με απόκρυφες ιστορίες και θαύματα που αγγίζουν τα όρια του μύθου. Στο πρόσωπο του οι Ακραγαντίνοι δεν έβλεπαν μόνο έναν μεγάλο φιλόσοφο αλλά και έναν άξιο πολιτικό, ιατρό, μάντη, μάγο και ποιητή. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς αναφέρει γι' αυτόν ότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλεπήβολος μηχανικός, πανεπίστημων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, ότι θεραπεύει τις ασθένειες και τα γηρατειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή, και ότι όλοι τον τιμούν ως θεός. Κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις οι άνθρωποι τον περιστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθειά του, του ζητούν να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια και τον προκαλούν για προφητείες.

Η ζωή του υπήρξε αντικείμενο πολλών μυθοπλασιών και σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα να ξαναπάρει την αρχική του φύση.

Από τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του Εμπεδοκλή εξάγεται ότι ο συγγραφέας τους, εκτός από τη γενική Φυσική, είχε και ειδικότερες γνώσεις Φυσιογνωσίας και Ιατρικής, ιδιαίτερα Φυσιολογίας, Ανατομίας και Εμβρυολογίας, και ότι έτσι συνδεόταν με τη μεγάλη ιατρική παράδοση της Κάτω Ιταλίας.

Σ' έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου δέσποζαν οι ορφικές και οι πυθαγόρειες διδασκαλίες, ο Εμπεδοκλής δημιούργησε τη δική του φιλοσοφία, στο περιεχόμενο της οποίας είναι φανερή η επίδραση των παραπάνω ιδεών, καθώς και της σκέψης των προγενεστέρων του φιλοσόφων, ιδίως του Παρμενίδη, στου οποίου τη γλώσσα και τη σκέψη οφείλει πολλά. Είναι πολύ πιθανή η μαρτυρία ότι ο Εμπεδοκλής είχε μαθητεύσει σε Πυθαγόρειους, άποψη που ενισχύεται από την επίδραση στον τρόπο γραφής του.

Αναμφίβολα, κύρια φιλοδοξία του Εμπεδοκλή δεν ήταν η αναγνώριση της φιλολογικής ευφυΐας του, όσο η παραδοχή από τους ανθρώπους, ως πραγματικής αποστολής του, της προφητικής και ιερατικής, της μυστηριακης . Φαίνεται ότι η ζωή του ήταν πολύ σεμνή και μεγαλοπρεπής, ότι του απονέμονταν ύψιστες τιμές και κυκλοφορούσαν διαδόσεις για εξαίρετες πράξεις του και θαύματα.

Ο Εμπεδοκλής είναι το σύμβολο της ποιητικής μεγαλοφυΐας. Το άριστο κριτήριο της αξίας του Εμπεδοκλή είναι τα έργα του. Ο Εμπεδοκλής ήταν ο τρίτος και τελευταίος φιλόσοφος μετά τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη, που διάλεξε να εκθέσει τη φιλοσοφία του σε στίχους, και μάλιστα σε δακτυλικό εξάμετρο. Με δεδομένη αυτή την επιλογή του μέτρου σε συνδυασμό με την ιωνική διάλεκτο στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι, γίνεται κιόλας αισθητό ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του: η σχέση με το έπος και συγκεκριμένα με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, των οποίων η μελέτη επηρέασε βαθιά το έργο του. Χρησιμοποίησε τον έμμετρο, πιθανώς για να προσδώσει στο έργο του αποκαλυπτικό κύρος. Θεωρείται ο τελευταίος προσωκρατικός που εκθέτει τη διδασκαλία του έμμετρα, αλλά και ο τελευταίος προσωκρατικός που βρίσκεται υπό την επήρεια της θεογονικής παράδοσης.

Ο Εμπεδοκλής ήταν δεινός περί την φράσιν η δε γλωσσική έκφρασή του είναι χυμώδης, προδίδει ενθουσιαστική ορμή και φαντασία, παράγει πλήθος νέων ποιητικών εικόνων και σχημάτων, προσφέρει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων, που συναντούμε για πρώτη ή και για μοναδική φορά στην αρχαία Γραμματεία («ἅπαξ εἰρημένα»).

Στο συγγραφικό έργο του Εμπεδοκλή αποδίδονται πολύ περισσότερα έργα από αυτά που σώζονται. Συγκεκριμένα έγραψε το Περί Φύσεως (2.000 στίχοι). Από τα σωζόμενα αποσπάσματα, συναθροίζοντας τα σε θεματκές ενότητες μας επιτρέπεται να φανταστούμε το περίγραμμα του έργου. Στο Περί Φύσεως προσπαθεί να δώσει τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εναλλασσόμενη κυριαρχία της Φιλίας (=Φιλότης) και της Διαμάχης (=Νείκος) πάνω στα τέσσερα ριζώματα (=πυρ, αήρ, ύδωρ, γή). Η ουσία του σύμπαντος νοείται από τον Εμπεδοκλή σε μια δίχως τέλος μεταλλαγή καταστάσεων από το ένα στα πολλά και από τα πολλά στο ένα.

Αξιόλογη είναι η θεωρία για τη γένεση των οργανικών όντων, η οποία αναπτύσσεται με βασικό άξονα την εξέλιξη, γεγονός που έκανε τον αρχαίο στοχαστή να θεωρείται πρόδρομος του Δαρβίνου. Η εξελικτική αυτή θεωρία αποτελείται από τέσσερα στάδια: στο πρώτο η γη γεννά τα οργανικά μέλη του σώματος των ζώων διαχωρισμένα, στη δεύτερη τα μεμονωμένα οργανικά μέλη συνενώνονται σε τερατώδεις μορφές, στην τρίτη οι τερατώδεις μορφές που προέκυψαν δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν και παραχωρούν τη θέση τους σε νέους τύπους ζώων που έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν τη ζωή τους, στην τέταρτη περίοδο γεννιούνται τα οργανικά όντα, όχι από τη γη αλλά το ένα από το άλλο.

Το άλλο μεγάλο έργο του Ακραγαντινού σοφού που σώθηκε ως τις μέρες μας έχει τίτλο Καθαρμοί (3.000 στίχοι), το οποίο περιέχει τη διδασκαλία μιας ξενόφερτης θρησκευτικής αίρεσης, σύμφωνα με την οποία αυτό που λέμε ψυχή του ανθρώπου είναι μιά αυθυπόστατη οντότητα, ανεξαρτητη από το σώμα και ότι εξ αιτίας κάποιου παραπτώματός της έχει καταδικαστεί να κατοικεί μέσα σε σώματα φυτών, ζώων ή ανθρώπων ως την τελική κάθαρσή της για την οριστική επιστροφή στον τόπο της καταγωγής της. Οι Καθαρμοί είναι μια έκθεση της αποκρυφιστικής ζωής του Εμπεδοκλή ως Μύστη.

Από τα δύο αυτά μεγάλα έργα του Εμπεδοκλή οι διασωθέντες στίχοι στο έργο Περί Φύσεως είναι περίπου 350 και στο έργο Καθαρμοί λίγο περισσότεροι από 100. Γίνεται φανερό ότι ώς εμάς έφτασε μόνον το 16 με 20% του συνολικού του έργου. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στην περίπτωση των άλλων προσωκρατικών φιλοσόφων.

Αναφέρονται και μερικά ακόμα έργα ως δικά του όπως:
  1. Ένα ποίημα, που αναφερόταν στην εκστρατεία του Πέρση βασιλέα, με τίτλο Ξέρξου διάβασις ή Περσικά.
  2. Ένας ύμνος στον θεό του φωτός, με τίτλο Προοίμιον εις Απόλλωνα.
  3. Τραγωδίαι, για τις οποίες όμως ο περιπατητικός Ιερώνυμος μαρτυρεί πως ανέρχονταν σε 43 και υποστηρίζει πως είχε δει τα χειρόγραφα. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός γνώριζε μόνον 7, ενώ ο Ηρακλείδης αποδίδει τις τραγωδίες σε έναν συνονόματο του Εμπεδοκλή που σύμφωνα με την Σούδα, ήταν εγγονός του φιλοσόφου.
  4. Δύο επιγράμματα, το ένα προς τον μαθητή του Παυσανία, και το άλλο προς τον Ακραγαντινό γιατρό Άκρωνα.
  5. Πολιτικοί Λόγοι και ο Ιατρικός λόγος που τον αποτελούσαν 600 στίχοι.

Κοσμογονία

Όπως συμβαίνει και με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής απορρίπτει τη γένεση και τη φθορά. Στη θέση τους χρησιμοποιεί δύο άλλες έννοιες που τις περιγράφει ως μείξη (γέννηση) και χωρισμός (φθορά) «αγέννητων στοιχείων». Κρατά το μηδέν έξω από τον κόσμο και ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερις θεμελιώδεις υποστάσεις, ισοδύναμες μεταξύ τους. Αυτές οι υποστάσεις, όμοιες με το εόν του Παρμενίδη είναι τα «ριζώματα», δηλαδή η γη, το νερό, η φωτιά και ο αέρας. Τα ριζώματα, αντίθετα από τα φυσικά στοιχεία δεν χάνουν την ταυτότητά τους. Οι δε μεταξύ τους σχέσεις διέπονται από την επιδραση δύο κοσμικών δυνάμεων, που είναι επίσης αγέννητες και αιώνιες, της φιλότητας, (έλξης και συνένωσης) και του νείκους, (έχθρας διάσπασης και διάλυσης).

Κοσμολογία

Στην κοσμολογία του περιγράφει το κοσμικό γίγνεσθαι ως αιώνια κυκλική πορεία. Τα δύο ορόσημα αυτής της κυκλικής πορείας είναι ο θεϊκός σφαίρος και η χαοτική δίνη, (δίνος) και η συνολική πορεία διακρίνεται σε τέσσερις φάσεις.
  • Στη αρχή επικρατεί απόλυτα η φιλότητα και τα τέσσερα ριζώματα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, σε κατάσταση μείξης, στη μορφή του σφαίρου.
  • Κατόπιν η είσοδος του νείκους στον σφαίρο οδηγεί σε διαδικασία σταδιακής διάλυσης και αποσύνθεσης. Μέσω μιας επεκτεινόμενης δίνης τα ριζώματα ξεχωρίζονται και απομακρύνονται. Τα έμβια όντα που δημιουργούνται σε αυτή τη φάση του κοσμικού γίγνεσθαι υπόκεινται στην αυξανόμενη επιρροή του νείκους. Σε αυτή τη φάση βρίσκεται ο κόσμος μας, που βαδίζει σε κατάσταση αυξανόμενης διαμάχης και εχθρότητας.
  • Ο δίνος είναι η φάση της πλήρους κυριαρχίας του νείκους, στην οποία προκαλείται χάος, διάλυση και ολοκληρωτική αποσύνθεση.
  • Εν τέλει εισέρχεται βαθμιαία η φιλότητα και ο κόσμος επιστρέφει στη συγκρότηση του σφαίρου. Η φιλότητα και το νείκος είναι δυνάμεις που ασκώνται πάνω στα τέσσερα στοιχεία τα οποία τα φέρνουν σε κατάσταση ισσοροπίας.

    Δαιμονολογία

    Στο Καθαρμοί ο φιλόσοφος αφηγείται τις περιπέτειες ενός δαίμονα, μιας ψυχής δηλαδή που υπό την επίδραση του νείκους υποπίπτει σε σοβαρό παράπτωμα και χάνει την αρχική του αγνότητα. Μέσω αλλεπάλληλων ενσαρκώσεων επιστρέφει και πάλι στην κατάσταση του αθάνατου αγαθού δαίμονα, αφού διαβεί όμως ολους τους κουραστικούς δρόμους της ζωής, [DK 39B 115].

    Γνωσιοθεωρία

    Ο Εμπεδοκλής επεξεργάστηκε μια λεπτομερή θεωρία για την αίσθηση, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στους συγχρόνους του, αλλά και μεταγενέστερους στοχαστές. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία τα αντικείμενα παράγουν «απορροές», οι οποίες μέσω των πόρων του σώματος φθάνουν στα αισθητήρια όργανα, όπου και αναγνωρίζονται από όμοιά τους στοιχεία που ενυπάρχουν μέσα μας. Τούτη η ιδέα τον καθιστά σημαντικότερο εκπρόσωπο της άποψης ότι «γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων».

    Ο Εμπεδοκλής θεωρείται και σπουδαίος φυσικός, αφού καθόρισε τα αίτια των εκλείψεων, μελέτησε την ανάκλαση του φωτός και τη φύση της σκιάς.

    Έργα
    • Ξέρξου διάβασις, ή Περσικά. (έμμετρη εξιστόρηση εκστρατείας του Ξέρξη). Κατά παράδοση (Διογ. Λαέρτ. 8,57) το έργο αυτό κάηκε από την αδελφή του επειδή ήταν ατελείωτο.
    • Προοίμιον εις Απόλλωνα, και αυτό κάηκε από την αδελφή του ή κόρη του, πιθανώς ήταν ύμνος που προσομοίαζε τον Απόλλωνα με τον Ήλιο.
    • Τραγωδίαι. Ο Ιερώνυμος μαρτυρεί ότι είχε δεί χειρόγραφα 43 τραγωδιών. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός μαρτυρεί για 7. Ο Ηρακλείδης αποδίδει τις τραγωδίες σε έναν συνονόματο του Εμπεδοκλή που σύμφωνα με την Σούδα, ήταν εγγονός του φιλοσόφου.
    • Ποιητικοί Λόγοι και Ιατρικός λόγος. Έργα σε πεζό λόγο "καταλογάδην". Περί αυτών ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει.
    • Περί φύσεως των όντων. Σε δύο βιβλία των 2000 στίχων. Από αυτούς έχουν διασωθεί μόνο 340. Το ποίημα αυτό εμιμήθηκαν οι Λατίνοι Λουκρήτιος και Βάρρων.
    • Καθαρμοί. Ποίημα εξιλαστικού χαρακτήρα που μοιάζει των Ορφικών. Κατά πληροφορία του Δικαιάρχου, που διέσωσε ο Αθήναιος (Δειπνοσοφ.14) αυτό απαγγέλθηκε παρουσία του Εμπεδοκλή στα "Ολύμπια" από τον ραψωδό Κλεομένη. Από τους 1000 στίχους των "Καθαρμών" έχουν διασωθεί μόνο 100.
    • Επιγράμματα. Αναφέρονται δύο αποδιδόμενα στον Εμπεδοκλή, ένα για τον μαθητή του Παυσανία και το άλλο για τον Ακραγαντινό γιατρό Άκρωνα. Αμφότερα όμως θεωρούνται ως νόθα.
     
    Copyright © 2010-2013. Ελληνικό Αρχείο - All Rights Reserved | Designed by Graphopoly Designs