Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Διογενείς - Οι υιοί του Διός

"ἐὰν μὲν γὰρ ᾖς σώφρων καὶ ἀνδρεῖος καὶ τὴν τοῦ Διὸς ἐπιστάμενος τέχνην τὴν βασιλικήν, οὐθέν σε κωλύει τοῦ Διὸς εἶναι υἱόν· ἐπεὶ τοῦτό γε καὶ Ὅμηρόν φασι λέγειν, ὅτι πατήρ ἐστιν ὁ Ζεύς, ὥσπερ τῶν θεῶν, καὶ τῶν ἀνδρῶν, ἀλλ᾽ οὐ τῶν ἀνδραπόδων οὐδὲ τῶν φαύλων τε καὶ ἀγεννῶν οὐδενός· ἐὰν δὲ δειλὸς ᾖς καὶ τρυφερὸς καὶ ἀνελεύθερος, οὔτε σοι θεῶν οὔτε ἀνθρώπων τῶνἀγαθῶν προσήκει" - (Βλ., Δίων Χρυσόστομος “Περί Βασιλείας” 4.21.2 – 4.23.1) 40-120 μ.Χ.
Δηλαδή:
“Αν είσαι σώφρων και ανδρείος και γνωρίζεις την βασιλική τέχνη του Διός, τίποτα δεν σε κωλύει το να είσαι υιός του Διός· αφού, καθώς λένε, αυτό το είπε ο Όμηρος, ότι πατήρ εστιν ο Ζευς, Θεών και ανδρών, αλλά όχι ανδραπόδων, ούτε φαύλων, ούτε αγενών· εάν είσαι δειλός, τρυφερός (=μαλθακός) και ανελεύθερος, δεν συγγενεύεις ούτε με τους Θεούς, ούτε με τους αγαθούς ανθρώπους”.

Οπότε έχουμε το εξής:
Διογενής/υιός Διός= σώφρων, ανδρείος και κάτοχος της τέχνης του Διός, ήτοι βασιλική (πολιτική). Άρα θα πρέπει να είσαι γνώστης/επιστήμων των πολιτικών αρετών, οι οποίες ως μας λέγει ο Δαμάσκιος:
“Ὅτι τρίται ὑπὲρ ταύτας αἱ πολιτικαί, μόνου οὖσαι τοῦ λόγου (ἐπιστημονικαὶ γάρ), ἀλλὰ λόγου κοσμοῦντος τὴν ἀλογίαν ὡς ὄργανον ἑαυτοῦ· διὰ μὲν φρονήσεως τὸ γνωστικόν, διὰ δὲ ἀνδρείας τὸ θυμοειδές, τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν σωφροσύνῃ, πάντα δὲ δικαιοσύνῃ· περὶ ὧν πλείω λέγει ἐν Πολιτείᾳ”. (Βλ., Δαμάσκιος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Φαίδωνα» 140).
Δηλαδή:
“Οι τρίτες είναι οι πολιτικές αρετές, που ανήκουν μόνο στο λόγο[1] (καθώς είναι επιστημονικές) αλλά του λόγου που κοσμεί την αλογία και την χρησιμοποιεί ως όργανό του. Το γνωστικό μέρος (δηλαδή το λογιστικό) το ελέγχει η φρόνηση, το θυμοειδές η ανδρεία, το επιθυμητικό η σωφροσύνη, και όλα αυτά μαζί η δικαιοσύνη. Περί αυτών αναφέρει στην Πολιτεία[2], ο Πλάτων”.

Ως εκ τούτου, για να είναι κάποιος Διογενής, θα πρέπει τα 3 μέρη της ψυχής του, να ελέγχονται πλήρως από τις πολιτικές αρετές, έτσι ώστε να είναι σώφρων (χαλιναγώγηση επιθυμιών), ανδρείος (χαλιναγώγηση θυμού), επιστάμενος της του Διός τέχνης (επιστήμη/γνώση-λόγος) και φυσικά αφού τον ύψιστο Δία τον ακολουθεί πάντα η Δίκη, να ελέγχονται και τα τρία μέρη από την δικαιοσύνη. Για αυτό, εξάλλου, λέω, ότι η δικαιοσύνη θα επικρατήσει ότι και αν συμβεί!

Επιπροσθέτως, καταλαβαίνουμε ότι όταν ο Όμηρος αναφέρει για “πατήρ Θεών και ανδρών”, ως άνδρες, δεν εννοεί το φύλλο, αλλά τον αγαθό άνθρωπο! Άρα, λοιπόν, ο “πατήρ Θεών και ανδρών”, είναι ο πατήρ Θεών και αγαθών ανθρώπων, ήτοι ο μέγιστος Ζευς!


Συγγραφέας: Γουλέτας Α. Παναγιώτης (Αλκίνοος),
14η Ἑκατομβαιῶνος του 4-ου έτους της 697-ης Ολυμπιάδας (06/07/2012)
eleysis69.wordpress.com

[1] ”ἀτεχνῶς γάρ ἐστιν οἷον λόγος τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα“. (Διότι, πράγματι, το όνομα του Διός είναι λόγος). (Βλ., Πλάτων «Κρατύλος» 396.a.2)

[2] 434.d.2 – 445.b.4.

Η εμφάνιση της Πλατωνικής φιλοσοφίας - Πρόκλος


«Όλη η πλατωνική φιλοσοφία εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με «την του όντος θήραν», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Φαίδωνα, 66.c», πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού. Ως τέτοιους ερμηνευτές της πλατωνικής θεωρίας, οι οποίοι μας ανέπτυξαν τις παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν την τύχη να έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, θα θεωρούσαν εγώ τουλάχιστον, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από αυτούς αποτέλεσαν κάτι ανδριάντα για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και τον Θεόδωρο, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν αυτόν τον θείο τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την ανεβάκχευση των δογμάτων του Πλάτωνα. Από αυτούς το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της αλήθειας αφού δέχτηκαν αχράντως στους κόλπους της ψυχής του ο μαζί με τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και αγαθά, μας εισήγαγε και σε όλη την υπόλοιπη φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους προγενέστερους του είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της περί τα θεία μυστικής αλήθειας. Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την πρέπουσα ευγνωμοσύνη για τις ευεγερσίες του προς εμάς, δεν θα θα έφτανε ούτε όλος μαζί ο χρόνος. Αν όμως πρέπει όχι μόνο οι ίδιοι να παραλάβουμε από άλλους το εξαιρετικό αγαθό της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά να αφήσουμε και υπομνήματα στους μεταγενέστερους για τα μακάρια θεάματα, των οποίων οι ίδιοι υποστηρίζουμε ότι γίναμε κατά το δυνατόν παρατηρητές και υποστηρικτές υπο την καθοδήγηση του κάλιστου οδηγού της εποχής μας, ο οποίος είχε φτάσει στο έπακρο της γνώσης της φιλοσοφίας, τότε ίσως δικαιολογημένα θα παρακαλούσαμε τους ίδιους τους Θεούς να φέξουν το φώς της αλήθειας στις ψυχές μας, και τους «ακολούθους και υπηρέτες» των θείων να κατευθύνουν τον νου μας και να τον οδηγήσουν στην πλήρη, θεϊκή και υψηλή τελειότητα της πλατωνικής θεωρίας. Γιατί παντού, πιστεύω, πρέπει και αυτός «που είναι έστω και ελάχιστα συνετός» να ξεκινά από τους Θεούς, περισσότερο μάλιστα όσον αφορά τις ερμηνείες για τους Θεούς. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε διαφορετικά το θείο, παρά αφού τελειοποιηθούμε με το φως που πηγάζει από εκείνους, ούτε να το μεταδώσουμε σε άλλους, παρά καθοδηγούμενοι από εκείνους και διατηρώντας την ερμηνεία των θείων ονομάτων απαλλαγμένη από τις πολύμορφες δοξασίες και από την ποικιλία που εκφράζεται με τα λόγια. Αυτά λοιπόν και εμείς γνωρίζοντας και υπακούοντας στις προτροπές του πλατωνικού «Τίμαιου», θα καταστήσουμε τους θεούς ηγεμόνες μας της περί αυτών διδασκαλίας. Κι αυτοί ακούσαντες «ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖς» έλθοντες, και ας οδηγήσουν τον της ψυχής ημών νουν και ας τον μεταφέρουν στην εστία του Πλάτωνα και στον ανηφορικό δρόμο αυτής της θεωρίας. Εκεί, λοιπόν, αν βρεθούμε, θα λάβουμε όλη την αλήθεια για αυτούς και θα έχουμε το άριστο τέλος της εν ημίν οδύνης για τα θεία, καθώς ποθούμε να γνωρίσουμε κάτι για αυτά, είτε ζητώντας να το μάθουμε από άλλους είτε πιέζοντας τους εαυτούς μας, όσο μπορούν».

(Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.8.22»).


 Αρχαίο Κείμενο 

Theol Plat 1.5.6 ` to Theol Plat 1.8.22 Ἅπασαν μὲν τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐκλάμψαι νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν αὐτοῖς κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι συνυφεστῶσαν ταῖς περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ ὅσον αὐταῖς θεμιτὸν τῶν οὕτως ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ πάλιν ὕστερον τελειωθῆναι καὶ ὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦ ὄντος θήρασ> ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν· διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις ἐκφανῆναι δι᾽ ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν <τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί, καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶ ἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα καὶ ἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶ ἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν πρώτην ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν ἀσφαλῶς καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς χρόνων περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ μυσταγωγίᾳ βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα δὲ καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων ἐλλάμψεις καταστήσασθαι. Τούτους δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας ἐξηγητὰς καὶ τὰς παναγεστάτας ἡμῖν περὶ τῶν θείων ὑφηγήσεις ἀναπλώσαντας καὶ τῷ σφετέρῳ καθηγεμόνι παραπλησίαν τὴν φύσιν λαχόντας εἶναι θείην ἂν ἔγωγε Πλωτῖνόν τε τὸν Αἰγύπτιον καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου παραδεξαμένους τὴν θεωρίαν, Ἀμέλιόν τε καὶ Πορφύριον, καὶ τρίτους οἶμαι τοὺς ἀπὸ τούτων <ὥσπερ ἀνδριάντασ> ἡμῖν ἀποτελεσθέντας, Ἰάμβλιχόν τε καὶ Θεόδωρον, καὶ εἰ δή τινες ἄλλοι μετὰ τούτους ἑπόμενοι τῷ θείῳ τούτῳ χορῷ περὶ τῶν τοῦ Πλάτωνος τὴν ἑαυτῶν διάνοιαν ἀνεβάκχευσαν, παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε. Τούτῳ μὲν οὖν εἰ μέλλοιμεν τὴν προσήκουσαν χάριν ἐκτίσειν τῶν εἰς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν, οὐδ᾽ ἂν ὁ σύμπας ἐξαρκέσειε χρόνος. Εἰ δὲ δεῖ μὴ μόνον αὐτοὺς εἰληφέναι παρ᾽ ἄλλων τὸ τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐξαίρετον ἀγαθὸν ἀλλὰ καὶ τοῖς ὕστερον ἐσομένοις ὑπομνήματα καταλείπειν τῶν μακαρίων θεαμάτων, ὧν αὐτοὶ καὶ θεαταὶ γενέσθαι φαμὲν καὶ ζηλωταὶ κατὰ δύναμιν ὑφ᾽ ἡγεμόνι τῷ τῶν καθ᾽ ἡμᾶς τελεωτάτῳ καὶ εἰς ἄκρον ἥκοντι φιλοσοφίας, τάχ᾽ ἂν εἰκότως αὐτοὺς τοὺς θεοὺς παρακαλοῖμεν τὸ τῆς ἀληθείας φῶς ἀνάπτειν ἡμῶν ταῖς ψυχαῖς, καὶ τοὺς τῶν κρειττόνων <ὀπαδοὺσ> καὶ <θεραπευτὰσ> κατιθύνειν τὸν ἡμέτερον νοῦν, καὶ ποδηγετεῖν εἰς τὸ παντελὲς καὶ θεῖον καὶ ὑψηλὸν τέλος τῆς Πλατωνικῆς θεωρίας. Πανταχοῦ μὲν γάρ, οἶμαι, προσήκει τὸν <καὶ κατὰ βραχὺ μετέχοντα σωφροσύνησ> ἀπὸ θεῶν ποιεῖσθαι τὰς ἀρχάς, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐν ταῖς περὶ τῶν θεῶν ἐξηγήσεσιν· οὔτε γὰρ νοῆσαι τὸ θεῖον ἄλλως δυνατὸν ἢ τῷ παρ᾽ αὐτῶν φωτὶ τελεσθέντας, οὔτε εἰς ἄλλους ἐξενεγκεῖν ἢ παρ᾽ αὐτῶν κυβερνωμένους καὶ τῶν πολυειδῶν δοξασμάτων καὶ τῆς ἐν λόγοις φερομένης ποικιλίας ἐξῃρημένην φυλάττοντας τὴν τῶν θείων ὀνομάτων ἀνέλιξιν. Ταῦτ᾽ οὖν καὶ ἡμεῖς εἰδότες καὶ τῷ Πλατωνικῷ Τιμαίῳ παραινοῦντι πειθόμενοι προστησώμεθα τοὺς θεοὺς ἡγεμόνας τῆς περὶ αὐτῶν διδασκαλίας· οἱ δὲ ἀκούσαντες <ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖσ> ἐλθόντες, ἄγοιεν τὸν τῆς ψυχῆς ἡμῶν νοῦν καὶ περιάγοιεν <εἰς> τὴν τοῦ Πλάτωνος ἑστίαν καὶ τὸ <ἄναντεσ> τῆς θεωρίας ταύτης. Οὗ δὴ γενόμενοι σύμπασαν τὴν περὶ αὐτῶν ἀλήθειαν ὑποδεξόμεθα, καὶ τέλος τὸ ἄριστον ἕξομεν τῆς ἐν ἡμῖν ὠδῖνος ἣν ἔχομεν περὶ τὰ θεῖα, γνῶναί τι περὶ τούτων ποθοῦντες καὶ παρ᾽ ἄλλων πυνθανόμενοι καὶ ἑαυτοὺς εἰς δύναμιν βασανίζοντες.

ΠΗΓΗ
Για την συγγραφή: Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων], 15/6/2012

ΖΕΥΣ ή ΔΙΑΣ; (Ανάλυση Ονομασίας)


ΖΕΥΣ ή ΔΙΑΣ ;

Το όνομα του Θεού δεν είναι “Ζεύς” – “Δίας” αλλά “Ζεύς” – “Ζήν”


Toυ Παναγιώτη Γουλέτα, (6/1/2011)

Ζεύς: Ὁ θεός. Κορνοῦτος ἐν τῷ περὶ Ἑλληνικῆς θεολογίας φησὶν, ὅτι ψυχή ἐστι τοῦ παντὸς κόσμου, παρὰ τὸ ζωὴ καὶ αἰτία εἶναι τοῖς ζῶσι τοῦ ζῆν• καὶ διὰ τοῦτο βασιλεὺς λέγεται τῶν ὅλων, ὡς καὶ ἐν ἡμῖν ἡ ψυχή. ῍Η ὅτι ἔζησε μόνος τῶν τοῦ Κρόνου παίδων, καὶ οὐ κατεπόθη. ῍Η ἀπὸ τοῦ ζῆν καὶ τοῦ ἄω• τὸ γὰρ ζωοποιόν ἐστι πνεῦμα. ῍Η παρὰ τὸ ΖΑ καὶ τὸ αὔω, τὸ βοῶ, ὁ μεγάλως αὔων. ῍Η παρὰ τὸ δέος• φοβερὸς γάρ. ῍Η παρὰ τὸ δεύω, τὸ βρέχω, δεύσω, Δεὺς καὶ Ζεύς• ὑέτιος γὰρ ὁ θεός. ῍Η παρὰ τὴν ζέσιν• θερμότατος γὰρ ὁ ἀήρ. ῍Η παρὰ τὸ ζέω, Ζεὺς, ὡς τρέω Τρεὺς, καὶ Ἀτρεύς. Σημαίνει δὲ τέσσαρα• τὸν θεὸν, ἢ τὸν οὐρανὸν, ὡς τὸ, Ζεὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν Τρῶας• σημαίνει καὶ τὸν Ποσειδῶνα, ὡς τὸ, Ζεὺς δὲ κατὰ πόντον ἐτάραξεν σημαίνει καὶ τὸν καταχθόνιον θεὸν, ὡς τὸ, Ζεύς τε καταχθόνιος. Ὁ Πλούτων, Ἰλιάδος ι. σημαίνει καὶ τὸν ἥλιον, ἵκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς. Διός• ὁ κανών• δύο κανόνες εἰσὶν οἱ μαχόμενοι• ὁ μὲν εἷς λέγει, ὅτι πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον ὀξύτονον μακροκατάληκτον εἰς λῆγον διὰ καθαροῦ τοῦ ΟΣ κλινόμενον τὸν χρόνον τῆς εὐθείας φυλάττει καὶ ἐν τῇ γενικῇ• οἷον, δμὼς, δμωός• θὼς, θωός• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζευός• ὁ δὲ ἕτερος λέγει, ὅτι τὰ εἰς «εὺς» διὰ τοῦ «έοσ» κλίνονται• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζέος. Τῶν οὖν δύο κανόνων μαχομένων, εἰσῆλθεν ἡ τῶν Βοιωτῶν διάλεκτος, καὶ ἐγένετο Ζεὺς Διός.
(Βλ., Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό στο λήμμα «Ζευς»)

Δίας: Παρὰ τὴν Διὸς γενικὴν, Δίας. ῍Η εἷς τῶν Πελοπιδῶν. Γίνεται παρὰ τὸ Δέος, Δεΐας• καὶ ἐν συναλοιφῇ, Δείας, διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου• ὁ δέος ἐμποιῶν. (Βλ., Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό στο λήμμα «Δίας»)

Δεύς: Ζεύς . (Βλ., Λεξικό Ησύχιου στο λήμμα «Δεύς»)

Ζάν: Ζεύς . (Βλ., Λεξικό Ησύχιου στο λήμμα «Ζάν»)

Δία: αιτιατική του Ζεύς, έναντι του μη χρησιμοποιούμενου Δίς.
(Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης των Pappe-Passow-Κουμανούδη στο λήμμα «Δία»)

Ζήν: Ζεύς, γενική Ζηνός, δοτική Ζηνί, αιτιατική Ζήνα, αν και σπανίως του Δίός, Διί, Δία. Οι δε Δωριείς έλεγαν Ζαν, Ζανός κλπ .
(Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης των Pappe-Passow-Κουμανούδη στο λήμμα «Ζήν»)

Ζεύς: γενική Διός, δοτική Διί (ή Δί στον Πίνδαρο) αιτιατική Δία, κλητική Ζεύ. Ποιητικώς δε Ζηνός, δωρική Ζανός με δοτική Ζηνί, αιτιατική Ζήνα.
(Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης των Pappe-Passow-Κουμανούδη στο λήμμα «Ζεύς»)

Ζεύς: κλητική Ζεύ, αι δε πλάγιαι πτώσεις σχηματίζονται το μεν εκ του αχρησιμοποιήτου Δίς, γενική Διός, δοτική Διί, αιτιατική Δία• το δε εκ του ομοίως αχρησιμοποιήτου Ζήν, γενική Ζηνός, δοτική Ζηνί, αιτιατική Ζήνα.
(Βλ., Ομηρικό Λεξικό Ι. Πανταζίδη στο λήμμα «Ζεύς», πρώτη έκδοση 1880, επανέκδοση 1999)

[...] το όνομα του Διός: Ζεύς, Διός, Διί, Δία. Ζήν, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα. – Τον ονομάζουν Δία, δι’ ου τα πάντα εγένετο, και Ζήνα διότι εχάρισε το ζην. Ονομάζεται ακόμη Ζάν, Ζής, Ζάς, Δίς, Δάν, Δήν, Τήν, Τάν, Σάν, Σδεύς, Δεύς (εξ ου δεύω=βρέχω). Μία επιγραφή της Κρήτης τον αναγράφει και ως Ττήνα και μία άλλη ως Ζήνα Βιδάταν (=Ζήνα Ιδαίον) εκ του όρους Ίδη της Κρήτης, όπου εγεννήθη: Ίδη, Fίδη, Βίδη.
(Βλ., Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου «Ο εν τηι Λέξει Λόγος» σελ. 623, εκδ. Γεωργιάδη)

Επίσης ο Σωκράτης στον Κρατύλο λέει: ἀτεχνῶς γάρ ἐστιν οἷον λόγος τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα, διελόντες δὲ αὐτὸ διχῇ οἱ μὲν τῷ ἑτέρῳ μέρει, οἱ δὲ τῷ ἑτέρῳ χρώμεθα— οἱ μὲν γὰρ “Ζῆνα,” οἱ δὲ “Δία” καλοῦσιν—συντιθέμενα δ᾽ εἰς ἓν δηλοῖ τὴν φύσιν τοῦ θεοῦ, ὃ δὴ προσήκειν φαμὲν ὀνόματι οἵῳ τε εἶναι ἀπεργάζεσθαι. οὐ γὰρ ἔστιν ἡμῖν καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅστις ἐστὶν αἴτιος μᾶλλον τοῦ ζῆν ἢ ὁ ἄρχων τε καὶ βασιλεὺς τῶν πάντων. συμβαίνει οὖν ὀρθῶς ὀνομάζεσθαι οὗτος ὁ θεὸς εἶναι, δι ὃν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει• διείληπται δὲ δίχα, ὥσπερ λέγω, ἓν ὂν τὸ ὄνομα, τῷ “Διὶ” καὶ τῷ “Ζηνί.. (Βλ., Πλάτων “Κρατύλος” 396.a.2 – 396.b.3)

Δηλαδή:

“Διότι, πράγματι, το όνομα του θεού (Διός) είναι λόγος ακέραιος, τον οποίο έρχονται οι άνθρωποι και τον διχοτομούν και, αφού τον διχοτομήσουν, άλλοι μεν χρησιμοποιούν το ένα μέρος, άλλοι δε το άλλο – γι’ αυτό άλλοι μεν τον αποκαλούν “Ζήνα“, άλλοι δε “Δία” – μέρη πάντως, που, αν ενωθούν, δηλώνουν αμέσως τη φύση του θεού, φανερώνοντας δηλαδή ό,τι ακριβώς προσηκεί στο όνομα να μπορεί να επιτελεί και να απεργάζεται με μία λέξη: να κάνει. Διότι αίτιος του ζην του δικού μας και του ζην όλων των άλλων όντων δεν είναι δυνατόν να’ ναι αλλος κανείς, πλην ο άρχων και ο βασιλιάς των πάντων, ο άρχων και ο βασιλιάς του σύμπαντος κόσμου. Ορθότατα, λοιπόν, ονομάζεται όπως ονομάζεται ο θεός αυτός, στον οποίο οφείλουν αιωνίως το ζην τους όλα τα ζωντανά όντα. Το δε όνομα του, ενώ είταν ένα, ενιαίο και ακέραιο, έχει διχοτομηθεί, έχει διαιρεθεί, όπως είπα, σε δύο ονόματα: στο “Δία” και στο “Ζήνα”.

Απόδοση από τις εκδόσεις Πόλις.

Τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ἔθος ἦν τοῖς Πυθαγορείοις τῷ τοῦ Διὸς καὶ Ζηνὸς ὀνόματι σεμνύνειν. δι’ ὃν γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῇν τοῖς πᾶσιν ὑπάρχει, τοῦτον δίκαιον ἀπὸ τῆς ἐνεργείας ὀνομάζεσθαι. (Βλ., Ιεροκλής “Υπόμνημα εις τα Χρυσά Έπη των Πυθαγορειών, 25″) .

Δηλαδή:

“Ήταν συνήθεια των Πυθαγορείων να εξυμνούν τον δημιουργό και πατέρα τούτου του σύμπαντος με το όνομα του Διός και Ζηνός. Διότι αυτός λόγω του οποίου τα πάντα αποκτούν “είναι”=ύπαρξη και ζωή, είναι δίκαιο να ονομάζεται από αυτή την ενέργειά του”.

"Εἷς δὲ ὢν πολυώνυμός ἐστι, κατονομαζόμενος τοῖς πά θεσι πᾶσιν ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ. Καλοῦμεν γὰρ αὐτὸν καὶ Ζῆνα καὶ Δία, παραλλήλως χρώμενοι τοῖς ὀνόμασιν, ὡς κἂν εἰ λέγοιμεν δι᾽ ὃν ζῶμεν."
(Βλ., Αριστοτέλης «Περί Κόσμου» 401a.12-15)

Δηλαδή:

Ένας είναι (ο θεός) αλλά έχει πολλά ονόματα, και κατανομάζεται από τις καταστάσεις που ο ίδιος δημιουργεί. Τον καλούμε και Ζήνα και Δία, χρησιμοποιώντας παράλληλα τα ονόματα, σαν να λέμε “δι’ ον ζώμεν” (αυτός δια του οποίου ζούμε).

Από αυτά εδώ διαπιστώνουμε ότι είναι Ζευς (Ζαν), Διός, Διί, Δία, Ζευ και Ζην, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα.

Αν κάποιος δει, όσα κείμενα φυσικά μπορέσει, θα διαπιστώσει ότι η λέξη “Δίας” δεν βρίσκεται σε ονομαστική κλίση. Όταν είναι ονομαστική, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγω το Ζευς ή το Ζην.

Το σημαντικό όμως δεν είναι εν τέλει πως γράφεται, αλλά αυτό που λέει ο Πλάτων, ότι το όνομα δεν είναι διαφορετικό, αλλά «ἓν ὂν τὸ ὄνομα», του Διός – Ζηνός!


Πηγή: eleysis69.wordpress.com

Ο μύθος για τη δημιουγία της ανθρώπινης κοινωνίας - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ



ΠΛΑΤΩΝ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

ΠΛ Πρωτ 320c–324d


Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και γιατί και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα που χρειάζεται αξιοσύνη αρχιτέκτονα ή κάποιου άλλου τεχνίτη, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύουν· κι αν πάει να δώσει συμβουλή κάποιος έξω απ' αυτούς τους λίγους, χαλούν τον κόσμο, όπως λες ― με το δίκιο τους, νομίζω. Όταν όμως είναι να δώσουν γνώμη για θέμα που χρειάζεται πολιτικήν αξιοσύνη, και που πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος να το πραγματευθούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δίνουν το ελεύτερο να μιλήσει ο καθένας, και μ' όλο τους το δίκαιο· γιατί όλοι πρέπει να 'χουν το μερίδιό τους σ' αυτή την αρετή· αλλιώς δεν στέκονται οι πολιτείες. Αυτή είναι η αιτία για ό,τι συμβαίνει, Σωκράτη. Και, για να μη σου μπει στο μυαλό ότι σ' εξαπάτησα λέγοντας πως όλοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε πολιτικήν αρετή, άκουσε αυτή την καινούρια απόδειξη. Δηλαδή στ' άλλα χαρίσματα ―κατά τα λεγόμενά σου― αν κάποιος λόγου χάρη καμαρώνει ότι είναι καλός στο παίξιμο του αυλού ή σε κάθε άλλη τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι άλλοι ή τον παίρνουν στο ψιλό ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του τον παίρνουν κατά μέρος και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και τις άλλες πολιτικές αρετές: πες ότι ξέρουν πως κάποιος είναι άδικος·ε, μολοντούτο, αν αυτός λέει την αλήθεια για το άτομό του μπροστά σ' όλον τον κόσμο, αυτό το οποίο στην προηγούμενη περίπτωση το θεωρούσαν φρονιμάδα ―το να λέει κανείς την αλήθεια― τώρα το θεωρούν τρέλα· και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι ―είναι δεν είναι― διαφορετικά, ότι είναι τρελός αυτός που δεν παριστάνει τον δίκαιο. Τόσο πολύ είναι απαραίτητο όλοι χωρίς εξαίρεση να έχουν με κάποιο τρόπο το μερίδιό τους σ' αυτήν ή, στην αντίθετη περίπτωση, ν' αποκλειστούν από την κοινωνία.

Λοιπόν, πάνω στο ότι οι Αθηναίοι δέχονται με τον πιο φυσικό τρόπο να τους συμβουλεύει ο καθένας για πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν το μερίδιό τους σ' αυτήν, αυτά είχα να πω. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να αποδείξω τούτο: ότι δηλαδή πιστεύουν πως αυτήν δεν μας την δίνει η φύση ή η τύχη, αλλά μπορεί να διδαχτεί και να γίνει κτήμα ύστερ' από φροντίδες, σ' όποιον την κάνει κτήμα του. Γιατί, για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι οι όμοιοί τους τα έχουν από τη φύση ή από την τύχη, κανένας δεν θυμώνει ούτε τους δίνει συμβουλές ή μαθήματα, ούτε τιμωρεί αυτούς πού τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους συμπονούν· έτσι, ποιος είναι τόσο άμυαλος, ώστε να τολμήσει να κάμει κάτι τέτοιο στους άσχημους, τους κοντούληδες ή τους αρρωστιάρηδες; Επειδή βέβαια ξέρουν, νομίζω, ότι η φύση ή η τύχη δίνουν στους ανθρώπους τα χαρίσματα και τ' αντίθετά τους. Αν όμως κάποιος δεν έχει τα προτερήματα, που κατά την κοινή αντίληψη οι άνθρωποι τα αποχτούν με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε θυμούς, τιμωρίες και συμβουλές. Σ' αυτά τα τελευταία ελαττώματα ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, και με δυο λόγια καθετί το αντίθετο με την πολιτική αρετή. Λοιπόν σ' αυτές τις περιπτώσεις ο καθένας θυμώνει με τον άλλον ή του δίνει συμβουλές, ολοφάνερα επειδή έχει τη γνώμη ότι η αρετή μπορεί να γίνει κτήμα με φροντίδα και διδασκαλία. Γιατί, αν θέλεις να σκεφτείς ποια σημασία μπορεί να έχει η τιμωρία των αδικητών, Σωκράτη, η καθημερινή ζωή θα σου δείξει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να μεταδοθεί. Γιατί ποιος τιμωρεί τους αδικητές, στρέφοντας τη σκέψη του σ' αυτό, κι αυτό έχοντας κίνητρο: το ότι έκαμαν το αδίκημα; (μη λογαριάζεις εκείνον που τιμωρεί ασυλλόγιστα, σαν θηρίο). Αντίθετα, εκείνος που έχει έγνοια να τιμωρήσει μυαλωμένα, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έγινε και πάει ―γιατί ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται― αλλά προνοώντας για το μέλλον, για να μην αδικήσει άλλη φορά ούτε ο ίδιος ο αδικητής ούτε άλλος κανείς από όσους είδαν την τιμωρία του· με το να σκέφτεται λοιπόν έτσι, σκέφτεται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· όπως και να 'χει, σκοπός της τιμωρίας είναι η φοβέρα. Άρα όλοι, όσοι τιμωρούν και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, αυτή τη γνώμη έχουν. Έτσι και οι άλλοι άνθρωποι και πρώτοι απ' όλους οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου, τιμωρούν αυτούς που νομίζουν ότι κάνουν αδικήματα, και για να βρει το δίκιο του ο αδικημένος και για να πλήρωσει ο αδικητής. Απ' αυτό βγαίνει ότι οι Αθηναίοι είναι απ' εκείνους που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί και να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Τώρα μου φαίνεται πως σου δόθηκε ικανοποιητική απόδειξη, Σωκράτη, ότι καλά κάνουν οι συμπολίτες σου και αφήνουν να τους δίνει συμβουλές πάνω σε θέματα της πολιτείας και ο χαλκιάς και ο τσαγκάρης, και ότι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να μεταδοθεί.


Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Τα τρία είδη του ρητορικού λόγου - Αριστοτέλης


Ο Αριστοτέλης, στα τρία βιβλία του έργου του "ΤΕΧΝΗ, ΡΗΤΟΡΙΚΗ" περιγράφει τη ρητορική τέχνη, τα είδη και τα μέσα της. Ο φιλόσοφος όρισε τη ρητορική ως τέχνη της πειθούς, ταξινόμησε τους τρόπους πειθούς (επίκληση στη λογική, στο συναίσθημα και στο ήθος του ομιλητή) και πρόσθεσε ότι ο ρήτορας μεταχειρίζεται τους ρητορικούς συλλογισμούς, τα ἐνθυμήματα , και τα παραδείγματα . Καθώς, όμως, τα περισσότερα ἐνθυμήματα στηρίζονται σε ειδικούς τόπους , δηλαδή σε προκείμενες προτάσεις που προσιδιάζουν σε έναν συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, ο φιλόσοφος θεώρησε στο σημείο αυτό αναγκαίο να καθορίσει τα είδη της ρητορικής, ώστε να είναι σε θέση ο ρήτορας να χρησιμοποιεί τους κατάλληλους κάθε φορά τόπους .

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΤΕΧΝΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ (1358a36–1359a29)

Τρία είδη ρητορικής υπάρχουν· γιατί τόσων ειδών είναι και οι ακροατές των λόγων. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία ενός λόγου: ο ομιλητής, [1358b] το θέμα για το οποίο μιλάει και, τέλος, αυτός στον οποίο απευθύνεται· αυτός, δηλαδή ο ακροατής, είναι και ο τελικός στόχος του λόγου. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά να είναι ή ένας απλός θεατής ή κριτής, κριτής μάλιστα είτε πραγμάτων που έχουν γίνει είτε πραγμάτων που πρόκειται να γίνουν. Για πράγματα που πρόκειται να γίνουν κρίνει π.χ. το μέλος της εκκλησίας του δήμου· (5) γι' αυτά που έχουν ήδη γίνει κρίνει π.χ. ο δικαστής· ο απλός θεατής κρίνει τη δεινότητα του ρήτορα. Υποχρεωτικά, επομένως, τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.

Η συμβουλή είναι ή προτροπή ή αποτροπή· το ένα από αυτά τα δύο δεν κάνουν, πράγματι, (10) πάντοτε και αυτοί που συμβουλεύουν σε ιδιωτικό επίπεδο και αυτοί που μιλούν δημόσια στον λαό; Στη δίκη έχουμε ή κατηγορία ή απολογία· πραγματικά, οι διάδικοι παίζουν υποχρεωτικά ή τον έναν ή τον άλλον από τους δύο αυτούς ρόλους. Στον επιδεικτικό, τέλος, λόγο έχουμε ή έπαινο ή ψόγο.

Ο καθένας τους έχει και τον δικό του χρόνο: ο συμβουλευτικός ρήτορας τον μέλλοντα (15) (γιατί, είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, δίνει συμβουλές για πράγματα που πρόκειται να συμβούν), ο δικανικός ρήτορας τον παρελθοντικό χρόνο (γιατί, είτε κατηγορεί είτε απολογείται, ο λόγος του είναι για πράγματα που έχουν ήδη γίνει), ο επιδεικτικός ρήτορας κατά κύριο λόγο τον ενεστώτα (γιατί ο έπαινος ή ο ψόγος όλων τους αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα), δεν είναι όμως λίγοι και αυτοί που χρησιμοποιούν επίσης τον παρελθοντικό χρόνο (20) ―όταν υπενθυμίζουν πράγματα που έγιναν― ή τον μέλλοντα ― όταν προδιαγράφουν πράγματα που πρόκειται να γίνουν.

Το καθένα από τα είδη αυτά έχει και έναν ιδιαίτερο τελικό στόχο, και καθώς τα είδη είναι τρία, τρεις είναι και οι τελικοί στόχοι. Στόχος του συμβουλευτικού ρήτορα είναι το ωφέλιμο και το βλαβερό (γιατί όποιος προτρέπει, συστήνει αυτό που συστήνει με την ιδέα ότι είναι καλύτερο, και όταν αποτρέπει, αποτρέπει από κάτι που κατά τη γνώμη του είναι χειρότερο)· τους άλλους στόχους τους χρησιμοποιεί συμπληρωματικά: (25) το δίκαιο ή το άδικο, το όμορφο ή το άσχημο. Των δικανικών ρητόρων ο στόχος είναι το δίκαιο και το άδικο, και αυτοί όμως δίπλα σ' αυτόν χρησιμοποιούν συμπληρωματικά και τους άλλους στόχους. Αυτοί, τέλος, που επαινούν ή ψέγουν έχουν για στόχο τους το όμορφο και το άσχημο, και αυτοί όμως συσχετίζουν αυτόν τον στόχο και με τους άλλους στόχους.

Η απόδειξη ότι ο στόχος του καθενός είναι αυτός που είπαμε είναι (30) ότι μερικές φορές ούτε που νοιάζεται ο ρήτορας να συζητήσει τα άλλα αυτά σημεία. Επί παραδείγματι ο δικανικός ρήτορας μπορεί να μην αμφισβητήσει καθόλου ότι η πράξη έγινε ή ότι προκάλεσε ζημία, δεν πρόκειται όμως ποτέ να παραδεχτεί ενοχή για άδικη πράξη· αν το έκανε, δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει δίκη. Το ίδιο και οι συμβουλευτικοί ρήτορες: για όλα τα άλλα μπορεί συχνά και να αδιαφορούν, ότι όμως δεν συμβουλεύουν χρήσιμα πράγματα (35) ή ότι αποτρέπουν από χρήσιμα πράγματα, αυτό δεν θα το δέχονταν ποτέ· συχνά δεν νοιάζονται καθόλου να αποδείξουν ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις γειτονικούς λαούς και αυτούς που δεν σου έχουν κάνει κανένα κακό. Παρόμοια και αυτοί που επαινούν ή ψέγουν δεν εξετάζουν καθόλου αν η πράξη του τάδε ήταν ωφέλιμη γι' αυτόν ή βλαβερή· [1359a] ίσα ίσα πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι, αδιαφορώντας για το προσωπικό του συμφέρον, έκανε κάτι που ήταν όμορφο· επαινούν π.χ. τον Αχιλλέα που πρόστρεξε στον φίλο του τον Πάτροκλο, μολονότι ήξερε ότι ήταν μοιραίο τότε γι' αυτόν να πεθάνει, ενώ μπορούσε να μείνει ζωντανός: (5) για τον Αχιλλέα ο θάνατος αυτού του είδους ήταν πιο ωραίος· το συμφέρον του, βέβαια, ήταν να μείνει στη ζωή.

Από αυτά που είπαμε έγινε φανερό ότι ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει, πρώτα πρώτα, έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις του πάνω στα τρία αυτά σημεία. Τα τεκμήρια, τα πιθανά και οι ενδείξεις είναι οι προκείμενες προτάσεις του ρήτορα. Γενικά ο συλλογισμός βασίζεται σε προκείμενες προτάσεις, και το ενθύμημα (10) είναι ένας συλλογισμός που τον αποτελούν προκείμενες σαν αυτές που είπαμε.

Με δεδομένο τώρα ότι δεν μπορεί ούτε να έχουν γίνει στο παρελθόν ούτε να γίνουν στο μέλλον τα αδύνατα πράγματα αλλά μόνο τα δυνατά· με δεδομένο επίσης ότι αυτά που δεν έγιναν ή δεν πρόκειται να γίνουν δεν είναι δυνατό τα πρώτα να έχουν γίνει στο παρελθόν και τα δεύτερα να γίνουν στο μέλλον, υποχρεωτικά και ο συμβουλευτικός και ο δικανικός (15) και ο επιδεικτικός ρήτορας πρέπει να έχουν έτοιμες προκείμενες προτάσεις σχετικές με το δυνατό και το αδύνατο: το πράγμα μπορεί να έγινε ή δεν μπορεί να έγινε; μπορεί να γίνει ή δεν μπορεί να γίνει; Επίσης: Δεδομένου ότι όλοι οι ρήτορες, είτε επαινούν είτε ψέγουν, είτε προτρέπουν είτε αποτρέπουν, είτε κατηγορούν είτε απολογούνται, όχι μόνο προσπαθούν να αποδείξουν αυτά που είπαμε, (20) αλλά και ότι το καλό ή το κακό, το όμορφο ή το άσχημο, το δίκαιο ή το άδικο είναι μεγάλο ή μικρό ―είτε αντιμετωπίζοντας τα πράγματα καθεαυτά είτε συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους―, είναι φανερό ότι θα πρέπει να έχουν προκείμενες προτάσεις και για το μέγεθος ή τη μικρότητα, για το μεγαλύτερο ή το μικρότερο ― φυσικά, και από τη γενική άποψη αλλά και για την κάθε επιμέρους περίπτωση· (25) π.χ. ποιο καλό, ποια άδικη ή ποια δίκαιη πράξη είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη ― το ίδιο και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.


Μτφρ. Δ. Λυπουρλής. 2002. Αριστοτέλης. Ρητορική Βιβλίο Πρώτο.
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Η θεώρηση των Ελλήνων για τον θάνατο



Ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο διαχωρισμός δύο πραγμάτων, του ενός απ' το άλλο,
δηλαδή της ψυχής απ' το σώμα.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ (Γοργίας, 524Β)

'' Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις,
της ψυχής και του σώματος απ' αλλήλου. ''



`Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει,
το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ (Φαίδων, 10Ε)

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει,
το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. ''



Ωραία πραγματικά απόκρυφη διδασκαλία μας δόθηκε απ' τους θεούς, ότι δηλαδή ο θάνατος,
όχι μόνο δεν είναι κακό (επιζήμιο) για τους ανθρώπους, αλλ' αντίθετα είναι ωφέλιμο πράγμα.

Επιτάφιο επίγραμμα ιεροφάντη (Εφημερίδα Αρχαιολόγων 1883,σελ.81)

'' Η καλόν εκ μακάρων μυστήριον, ου μόνον είναι τον θάνατον θνητοίς ου κακόν, αλλ' αγαθόν. ''



Ο, τι πεθαίνει δε χάνεται, αλλά μένει μέσα στη φύση.

ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ(Τα εις Εαυτόν Η,ιη)

'' `Εξω του κόσμου το αποθανόν ου πίπτει. ''



Τίποτα δε διαφέρει ο θάνατος απ' τη ζωή.

ΘΑΛΗΣ (Διογ.Λαερτ.Βιοι Φιλοσ.Ι,35)

'' Ουδέν έφη τον θάνατον διαφέρειν του ζην. ''



Ο θάνατος τότε θα έλθει, όποτε οι Μοίρες ορίσουν.

ΚΑΛΛΙΝΟΣ (Ανθολ.Στοβαίου ΝΑ,19)

'' Θάνατος τότ' έσσεται οπότε κεν δη Μοίραι επικλώσωσι. ''



Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια.

ΟΜΗΡΟΣ (Ιλιάς,Π,672)

'' Ύπνω και θανάτω διδυμάοσιν . ''



Η ένωση της ψυχής με το σώμα δεν είναι με κανένα τρόπο ανώτερη απ' το χωρισμό τους.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ (Νόμοι,828D).

'' Κοινωνία γαρ ψυχή και σώματι διαλύσεως ουκ έστιν η κρείττον. ''



`Οποιος απ' τους ανθρώπους φοβάται πολύ το θάνατο, γεννήθηκε μωρός. Η έννοια του θανάτου, ανήκει στη Μοίρα.
`Οταν έλθει ο καιρός, ακόμα και στ' ανάκτορα του Δία αν καταφύγεις, είναι αδύνατο να τον αποφύγεις.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (Ανθολ.Στοβ.ΡΙΗ,12)

'' `Οστις δε θνητών θάνατον ορρωδεί λίαν, μωρός πέφυκε· τη τύχη μέλει τάδε·
όταν δ' ο καιρός του θανείν ελθών τύχη, ουδ' αν προς αυλάς Ζηνός εκφύγει μολών. ''



Πρέπει ν' ακολουθήσουμε την άποψη του Αναξαγόρα, εξ' αιτίας της οποίας αναφώνησε,
όταν πέθανε το παιδί του: "`Ηξερα ότι γέννησα θνητό".

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (Ηθικά,474D).

'' `Εξεστι γαρ την Αναξαγόρου διάθεσιν, αφ' ης επί τη τελευτή του παιδός ανεφώνησεν,
"`Ηδειν θνητόν γεννήσας". ''



Πένθησε με μέτρο τους γνωστούς σου. Γιατί δεν έχουν πεθάνει,
αλλά τον ίδιο δρόμο που όλοι αναγκαστικά θα περάσουμε, αυτοί τον πήραν πρώτοι.

ΑΝΤΙΦΑΝΗΣ (Ανθολ.Στοβ.ΡΚΔ,27).

'' Πενθείν δε μετρίως τους προσήκοντας φίλους, ου γαρ τεθνάσιν, αλλά την αυτήν οδόν,
ην πάσιν ελθείν έστ' αναγκαίως έχον, προεληλύθασιν. ''



Το θάνατο κανένας δε πρέπει να φοβάται, εκτός αν είναι εντελώς ανόητος και δειλός.
Την αδικία όμως πρέπει να φοβάται. Γιατί, αν η ψυχή φτάσει στον `Αδη με το βάρος των χειροτέρων αδικημάτων, θα είναι γι' αυτήν η μεγαλύτερη απ' όλες τις συμφορές.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ (Γοργίας,522Ε).

'' Αυτό μεν το αποθνήσκειν ουδείς φοβείται, όστις μη παντάπασιν αλόγιστός τε και άνανδρος εστί, το δε αδικείν φοβείται. πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις `Αιδου αφικέσθαι πάντων έσχατον κακών εστίν. ''



Τους ανθρώπους ταράζουν όχι οι καταστάσεις που περνούν, αλλά οι ιδέες που έχουν γι' αυτές. Ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, γιατί τότε θα ήταν και για το Σωκράτη. Το θάνατο τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (Εγχειρίδιο,V).

'' Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα, οίον ο θάνατος ουδέν δεινόν, επεί Σωκράτη αν εφαίνετο· αλλά το δόγμα το περί του θανάτου διότι δεινόν, εκείνο το δεινόν έστιν. ''



Να μη πεις για οποιοδήποτε πράγμα ότι το "έχασα", αλλά ότι, το "απέδωσα". Πέθανε το παιδί σου; Απεδόθη. Πέθανε η γυναίκα σου; Απεδόθη. Σου κλέψανε τη περιουσία σου; Μα κι' αυτή απεδόθη. Όσο σου δίνεται να το έχεις, φρόντιζέ το, ως κάτι ξένο, όπως οι περαστικοί το ξενοδοχείο.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (Εγχειρίδιο,ΧΙ).

'' Μηδέποτε επί μηδενός είπεις ότι "Απώλεσα αυτό", αλλ' ότι "Απέδωκα". Το παιδίον απέθανεν; απεδόθη. Η γυνή απέθανεν; απεδόθη. Το χωρίον αφηρέθην; Ουκούν και τούτο απεδόθη... μέχρι δ' αν διδώ ως αλλοτρίου αυτού επιμελού, ως του πανδοχείου οι παριόντες. ''

Ο ανώτατος άθλος του ανθρώπου


Αρχικώς θα τονίσουμε ότι αφενός το ισχυρότερο όπλο του ανθρώπου, η σημαντικότερη δυνατότητα, που του δόθηκε στον αγώνα του να προσεγγίσει του “Είναι” (όντως ύπαρξη), την τελειότητα & το όλον, είναι ο Έρως : Άλλωστε όπως λέγει ο Σωκράτης του «Συμποσίου, 192.e.10 – 193.a.1» : «Του ολοκλήρου η επιθυμία και η ορμή έχει το όνομα έρως – τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα»!.

Άλλωστε ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στην διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημιουργίας. Έτσι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν απο τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου. [1]

Αφετέρου ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου». Άλλωστε «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην» έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. Νο.8).

Ο αυθεντικός έρωτας, δηλ., προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης.

Το ίδιο όμως και ο ίμερος, η αντιφατική σύσταση της ερωτικής ορμής, χαρακτηρίζεται από δύο συστατικές αρχές : την ηδονή και τη οδύνη ως στέρηση & κορεσμός μαζί, λαχτάρα και αποστροφή μαζί, δάκρυ και γέλωτας μαζί – «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο![2]

Μάλιστα η Σαπφώ – η αιολική ποιήτρια που ο ερωτικός της άθλος ταυτίζεται με τα έργα του Ηρακλή - είχε εφεύρει νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του “πόθου” και του “πόνου”. Όλη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.

Κατά αυτή την έννοια η ουσία του Ίμερου είναι ο «πόθος» ως αμφίσημο έρεισμα του «πάθους». Από το «ποθώ» που αντιστοιχεί στο «έχειν και μη έχειν» (που ως άλλο σωκρατικό «Ἐν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» καταδεικνύει την γνώση της απουσίας και την άγνοια της παρουσίας, ή την παρουσία της άγνοιας και την απουσία της γνώσης.) και στο «πάσχω» που δηλοί το Ηρακλείτειο «εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν – είμεθα και δεν είμεθα» (που καταδεικνύει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου : είμαστε της στιγμής : μια αείροη παρουσία – απουσία.). Μάλιστα ο ίμερος στον Όμηρο, στην Ιλιάδα ραψωδία Ψ’ σ. 14, είναι γείτονας του θρήνου : «και μεταξύ τους η Θέτις τον ίμερο του γόου όρθωσε – μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε».

Ως εκ τούτων μόνο ο ερωτικός δεσμός που πληρούται από την οδύνη του θανάτου είναι γνήσιος, μιας και μόνο τότε η ερωτική πλησμονή είναι ευγένεια της πενίας και αρχέγονη στέρηση απέναντι στο τέλειο και στο απόλυτο, στις αρχετυπικές καταβολές του όντος. Με άλλα λόγια μόνο ο ερωτικός δεσμός που στο σμίξιμο έχει την ένταση και την ποιότητα που μετριέται και βρίσκεται ισόμετρη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου! Άλλωστε η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου, κατά το ηρακλείτειο «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος», πρακτικά σημαίνει ότι η ερωτική ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ένα είδος πόνου ζωντανού, που δεν γαυριά, αλλά ούτε πραΰνεται ούτε μετριάζεται ούτε τελειώνει [3] – (εξ ου και η συνηθισμένη μορφή του έρωτα της υπερ-πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ολονυκτία καρικών γυναικών & σκηνοπηγία πτωμάτων).

Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, μέσα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης υπάρχουν πάμπολα παραδείγματα που το αποδεικνύουν. Υπάρχει, όμως, ένα παράδειγμα που το δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο: είναι η συναπαντή του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Με αυτή, ο Γκαίτε θα χτίσει έναν μεγάλο έρωτα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Έναν έρωτα που θα τον εξορύξει από τα κρύσταλλα της μεγάλης έμπνευσης. Τα υλικά του θα τα λάβει από τη στέρνα του Ομήρου με την Ανδρομάχη, του Δάντη με τη Βεατρίκη, του Πλάτωνα με τη Διοτίμα, του Σαίξπηρ με την Ιουλιέττα, του Ευριπίδη με την Μήδεια και την Άλκηστη. Και όχι αλλιώτικα, παρά καθώς όλοι εκείνοι οι μεγάλοι ερωτολόγοι, την ουσία του έρωτα θα την αποκαλύψει στην καταστροφή και την οδύνη.

Εν ολίγοις, ο Γκαίτε μας ξαναέδωσε με τη σειρά του το απόσταγμα της παλαιής σοφίας: ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας!

Έτσι καθώς θα τελειώσει η τρυφερή ιστορία, η μικρή Μαργαρίτα θα βρεθεί χρεωμένη με πολλαπλό άγος. Θα σκοτώσει το εξώγαμο μωρό της. Θα φαρμακώσει τη μητέρα της. Θα σταθεί αφορμή να σφαχτεί ο στρατιώτης αδερφός της. Θα δικάσει τον εαυτό της να της κοπεί το κεφάλι από τον ουδέτερο δήμιο. Και όλα αυτά τα φοβερά θα τα κάνει η Μαργαρίτα. Η παιδίσκη η ακηλίδωτη. Που πριν απαντήσει τον έρωτα, έζησε καθαρή όσο μια σταγόνα δροσιάς στο κύπελλο της αυγής.

Ο ορισμός, λοιπόν, που δόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον διατύπωσαν με τα δικά τους λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος : έρωτας είναι τέχνη του να φεύγεις, έτσι που η σφαγή που νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από την σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά.[4]

Φανταστείτε μια ερωτευμένη γυναίκα (ή έναν ερωτευμένο νέο αντίστοιχα) που περιμένει τον εραστή/αγαπημένο της (ή την ερωμένη/αγαπημένη του αντίστοιχα), ο πόνος της έλλειψης που νιώθει….. δεν συγκρίνεται με τίποτα.

Η γυναίκα όμως είναι η ευνοημένη της ερωτικής εκλογής, οι δεσμοί της με τον ίμερο/έρωτα είναι πολύ πιο οικείοι και ισχυροί από τους δεσμούς του άντρα και η μετοχή της στο ερωτικό αγαθό της χορηγεί ηγεμονικά προνόμια. Ακόμα και σε καθαρά υλική σφαίρα την ευαισθησία της στις προσβολές του ρίγους, που συνοδεύει την γενετήσια πράξη, χαρακτηρίζει εύνοια. Η Ελληνική μυθολογία μας παραδίδει την σχετική διένεξη των φύλων και την κρίση του ερμαφρόδιτου Τειρεσία, ο οποίος ελεεινολόγησε την ηδονιστική πενία του αρσενικού. «Αν είναι δέκα τα μερίδια ευχαρίστησης κατά την συνουσία, το ένα ανήκει στον άνδρας και τα υπόλοιπα στην γυναίκα – δέκα μοιρῶν περὶ τὰς συνουσίας οὐσῶν τὴν μὲν μίαν ἄνδρας ἥδεσθαι, τὰς δὲ ἐννέα γυναῖκας» είπε ο Τειρεσίας. [5]

Στον έρωτα δηλ. όλα γίνονται για το θηλυκό! Η Φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση για το θηλυκό. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας : γιατί όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο άντρας. Στην διαλεκτική με τον έρωτα η γυναίκα λαμβάνει 1 μέρος ερωτικής απουσίας & 9 μέρη ερωτικής παρουσίας, ενώ ο άνδρας το αντίστροφο (εξ ου και άλλοτε ο ένας και άλλοτε ο άλλος δεν “χορταίνουν” την πείνα τους, και το αποτέλεσμα είναι γνωστό).

Όμως o έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δυο όψεις του ίδιου προσώπου : επί παραδείγματι ένας δημοτικός 15-σύλλαβος που λέγει: «Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχει να διαλέξεις» αλλά κυρίως ο Ηράκλειτος που έλεγε: «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος» το επικυρώνει και κάνει τον Έρωτα να είναι η ιερογλυφική ονομασία του θανάτου και αντίστροφα! Ως εκ τούτου, και παραφράζοντας τα λόγια του Τειρεσία, αν «είναι δέκα τα μερίδια ερωτικού πόνου (μικρού θανάτου), το ένα ανήκει στον άνδρα και τα υπόλοιπα στην γυναίκα» : η σφαγή που βιώνει η γυναίκα, ο πόνος που νιώθει, ο βαθμός που πάσχει είναι ανάλογος.

Στην διαλεκτική με τον ερωτικό πόνο - ως μικρό θάνατο – η γυναίκα λαμβάνει 1 μέρος θανατηφόρου παρουσίας και 9 μέρη θανατηφόρου απουσίας, ενώ ο άνδρας το αντίστροφο – εξ ου και τον θάνατο οι γυναίκες τον αντιμετωπίζουν ξεσκίζοντας τα μάγουλά τους, κυρίως όμως με γοερά μοιρολόγια που σε ένταση και δυναμική δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα την ερωτική κορύφωση!

Εξ όλων αυτών συμπεραίνουμε ότι ο ερωτικός πόνος της «απαρνημένης» είναι ο ανώτατος άθλος του ανθρώπου και μόνο αυτός αρκεί για να την ανυψώσει ως τα γόνατα των θεών !! [6]

Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι το τιμιότερο έργο που θα είχε να παρουσιάσει ο άνθρωπος σαν απολογία μπροστά στην θεότητα και να το επικαλεσθεί για να μαρτυρήσει την αγωνιστική προθυμία του, δεν είναι ούτε η αρχιτεκτονική ούτε η μουσική τέχνη, αλλά μια ερωτευμένη γυναίκα, που ατενίζει ήρεμα από το παράθυρό της τη νύχτα και διαλέγεται με τα σκοτάδια της ερωτικής απουσίας της![7]

*******Μάλιστα τα ερωτικά έργα της γυναίκας αντιπροσωπεύουν την ανώτερη επίδοση του ανθρώπου και ουδέποτε θα μπορέσουμε να τα υμνήσουμε άξια! Και ακόμη πιο πέρα: τα μεγάλα έργα του ανθρώπου, που καθρεφτίζουν την ανεξάντλητη δυνατότητα της ανδρικής φύσης, δεν ημπορούν να υπομείνουν τη δοκιμασία της σύγκρισης με τα ερωτικά έργα της γυναίκας, εφόσον είναι αληθινά. Μάλιστα από την άποψη της ανδρείας ότι είναι ο ήρωας άνδρας ανάλογο και αντίστοιχο του είναι η ερωτευμένη γυναίκα, τα μεγάλα όμως κατορθώματα του ήρωα άνδρα υστερούν μπροστά σε θαυμάσια έργα εκείνης. Άλλωστε γνωστό είναι ότι η γυναίκα υπήρξε η μούσα της δημιουργίας. Οι μεγάλοι διδάσκαλοι του ανθρώπου δεν εζήτησαν να τους φωτίσουν οι θεοί, για να κάμουν το όραμά τους έργο. Εζήτησαν ταπεινά την συμπαράσταση και την εύνοια της γυναίκας, της μούσας! Η γυναίκα ανοίγει τις πύλες της ανδρικής ψυχής, αποσφραγίζει τους καταρράκτες του ίμερου/έρωτα, φέρνει τον άντρα σε φωτισμό και του διδάσκει του έρωτα. Είναι η σωκρατική Διοτίμα. Ταυτόχρονα όμως κατευθύνει την ερωτική του ορμή, καθοδηγεί την πορεία, εξευγενίζει το ήθος και ημερώνει την πράξη του. Αυτή την φορά είναι η φαουστική Μαργαρίτα. Ο έρωτάς της συνενώνει τη γνώση και την πράξη στη μεγαλειώδη σύνθεση, που ανεβάζει τον άντρα επάνω : το αιώνιο θηλυκό μας τραβάει ψηλά – όπως έλεγε ο Φάουστ! Η γυναίκα συνοδοιπόρος του άνδρα στην οδυνηρή του πορεία, εμπνεύστρια, φρουρός και οδηγήτρια, θα μεταλλάξει την οργή καταστροφής σε πνοή δημιουργίας. Ο μεγάλος, μάλιστα, λυρικός ποιητής & πεζογράφος Ράινερ Μαρια Ρίλκε (Rainer Maria Rilke) γνώρισε τη βαθειά φύση της γυναίκας όσο λίγοι και περιέγραψε το χρέος της προς τον άνδρα και τον Κόσμο με τρόπο απλό : συγκράτα τον! Έτσι η αντίληψη που θέλει το έργο του πολιτισμού να κατοπτρίζει τη δημιουργία του άντρα μόνο [ήρωες, νομοθέτες, φιλόσοφοι, ποιητές], είναι παντελώς λάθος, μιας και παραβλέπει το γεγονός ότι η παρουσία της γυναίκας υπήρξε όρος εκ των «sine qua non, δηλαδή απαραίτητη προϋπόθεση»). Εξίσου λανθασμένο όμως είναι και το σύγχρονο κίνημα για την αποκατάσταση της γυναίκας (φεμινισμός), ανεξάρτητα αν εκφράζει τη δίκαιη αντίδραση στην πολυαιώνια υποτίμησή της, και αυτό διότι στηρίζεται στην εξωτερική όψη της δύναμης της γυναίκας αλλά παραβλέπει την πηγή της. Δυστυχώς. Και αυτό είναι μέγα λάθος. Ο φεμινισμός σήμερα κινδυνεύει να περιπέσει στη χονδροκόπο και άκριτη εξομοίωση των φύλων με την αγνόηση της φυσικής διαφοράς τους. Εκείνης της διαφοράς που καθρεπτίζεται στην μακάρια σύμπλεξη του αρχαίου γυμνού, που ηρεμεί ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και στην κυρτή Αφροδίτη. Ο φεμινισμός αξιώνει και οι δύο θεοί να ευρίσκονται στην ίδια στάση. Εν ολίγοις η γυναίκα αντί να επιδιώκει την επανενθρόνιση της στο θρόνο της μούσας, κυνηγά μετά μανίας αφενός ανούσια και αφετέρου επικίνδυνα πράγματα!).[8] *******

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατά μία εκδοχή απαρνημένη και εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα στην νήσο Δία/Νάξο Αριάδνη. Έπειτα ο Διόνυσος παντρεύεται την απαρνημένη που λαμβάνει δώρο από την Αφροδίτη και τις Ώρες ένα χρυσό στεφάνι. Η Αριάδνη μετά τον θάνατό της καταστερίζεται από τον Διόνυσο μαζί με το στεφάνι της ως Βόρειος Στέφανος (Γκέμμα)!!

Μια άλλη μορφή με την ίδια όμως ποιότητα και δυναμική είναι η Πηνελόπη, που ζει το κλίμα της απουσίας είκοσι έτη. Μάλιστα η Πηνελόπη δεν αποτελεί απλά ένα οικοδομικό εράνισμα στο γενικό σχέδιο της Οδύσσεια. Εάν το κεντρικό πρόβλημα του ομηρικού έπους είναι η δραματική κίνηση του ήρωα πάνω από καταιγίδες και κατακλυσμούς, που μέλλουν να τον οδηγήσουν στην τελική του υπαρκτική αυτό-βεβαίωση, την ίδια πορεία πρέπει να περπατήσει και η Πηνελόπη στην σιωπή και την απουσία – η άλλη μορφή των κινδύνων και των τεράτων του ομηρικού ήρωα – για να φθάσει στην δική της υπαρκτική αυτό-βεβαίωση, στην επιστροφή του αγαπημένου. Η Πηνελόπη πρέπει να καταταχθεί στις «απαρνημένες» και αξίζει περισσότερο από τον Οδυσσέα, τον ήρωα!![9]

Παράδειγμα είναι και η Ηρώ, η κόρη που με τον λύχνο (το άστρο) καθοδηγεί κατά την ενύπνιο διαδικασία τον αγαπημένο της να έρθει προς αυτή : η παρθένος κόρη που από τον πύργο της στην Σηστό του Βοσπόρου/Ελλήσποντου αγναντεύει τα αντικριστά ασιατικά παράλια και την εκεί πόλη της Αβύδου, περιμένοντα τον αγαπημένο της «ἱμερόει Λέανδρο – θελκτικό Λέανδρο» να έρθει κολυμπώντας από την μία άκρη στην άλλη, καθώς ήτο κάτοικοι αντικριστών πόλεων και κατά συνέπεια πολικά αντίθετα!

Το σπουδαιότερο όμως παράδειγμα είναι η Μαγδαληνή : Η Μαγδαληνή, η νύφη στα νερά. Συντροφιά με Νημερτή και Κυμοθόη, με Δωτώ και Πρωτώ, με Δεξαμένη και Φέρουσα. Είναι η σύνοδος και η συμβολή σε πολιτείες και πύλες παλαιές. Το Δίπυλο, η Τρίπολη, η Πεντάπολη, το Σεπτιμόντιο, ο Επτάλοφος. Στην μορφή της Μαγδαληνής συρρέουν και όρχουνται όλες οι θεμελιώδεις κατηγορίες του θηλυκού στην διαλεκτική του με τον άντρα: Η αγία μητέρα Ιοκάστη. Η σταμνοφόρος στο φιλιατρό του πηγαδιού. Η μοιχαλίδα, που κυνηγιέται να λιθασθεί από τον όχλο στην πλατιά ρούγα. Η πόρνη στο πανδοχείο της νύχτας, που δίνει τους μαύρους κρίκους των ματιών της, για να πάρει τα δηνάρια του στρατιώτη της λεγεώνας των Αγριοχοίρων. Η μυροφόρος, όταν πλένει με αλόη τα πόδια του άντρα εραστή, και τα σπογγίζει με το λαιμό και τα μαλλιά της. Και η άλλη Μαρία, που γονατίζει σιωπηλή μπροστά στα μάτια του δασκάλου, και διαλέγει την αγαθή μερίδα. Να ακούει. Να ακούει τα λόγια του, την ώρα που στάζει τη δροσιά της αυγής το περιβόλι. Η Μαγδαληνή δεν προπέμπει τον Ιησού στον Άδη, όπως έκαμε η Κίρκη, η Σίβυλλα και η Λιβιδώ. Αντίθετα, υποδέχεται τον άντρα που αγάπησε στους κήπους και στις ελιές, όταν εκείνος θα γυρίσει από την έκπληξη του θανάτου. Υποδέχεται, δηλ., και φιλοξενεί τον αιώνιο χωρισμό, ζωντανό και λειτουργικό και νύσσοντα στη συνείδηση της. Και τον μεταμορφώνει σε βασική θυρίδα των διαλογισμών της, όσο χρόνο της μέλλεται να ζήσει. Της μένει τώρα α θυμάται. Να θυμάται τον κλονισμό του φευγαλέου, και τους δονητούς οίστρους. Την στάση την αρχαία με τα ανοιχτά γόνατα και τα ανοιχτά μάτια. Και τις φωνές της, καθώς ανέβαινε στην παραλαλιά, όταν τις μεθούσε το σπίρτο του ονείρου. Έτσι στέκεται, και έτσι παντυχαίνει. Τον ζητεί καθισμένη στο λευκό μνημείο της απουσίας. Και σιγά – σιγά μαθαίνει να τρώει και να πίνει τη θύμηση του, όπως οι άλλοι τρώνε και πίνουν το κρασί και τον άρτο. Και κλαίει. Κλαίει ήσυχα, τραβηγμένη σε παράμερο μέρος. Γιατί τώρα είναι που έμαθε ότι δε θα τον ξαναγγίξει ποτέ. Εκείνο το αγρίμι, που αγκάλιαζε τρέμοντας κάτω από τα αγκάθια του λευκού θάμνου στους λόφους, έγινε το λευκό σημείο στα βάθη του σύμπαντος. Είναι και στέκει εκεί με το θάνατο του άστρου, τον αφεγγή και παγωμένο στους αιώνες αιώνων. Στην Μαγδαληνή ότι μένει είναι η μνήμη. Μονιά και μνημείο στο μυαλό της. Μέσα της έχει το λατομείο του μαρμάρου για τα αγάλματα, και την αλωνιά του σταριού για τους άρτους. Την σκηνή του κήπου τη σκέπασαν τα στερνά του λόγια : Μαρία με τα γλαρά μάτια, δεν θα μ’ αγγίξεις πια![10]

πηγή
Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (15/12/2008, Ελλάς)



[1] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Ο Νηφομανής – η ποιητική του Σεφέρη, σελ. 37».
[2] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 190.

[3] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 & 351 – σχόλιο 212,12 – 26 & σχόλιο 213,22.

[4] Βλ Λιαντίνης Δημήτριος «Γκέμμα», σελ. 170.

[5] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 202 – 203.

[6] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 200.

[7] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 202.

[8] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 – 208

[9] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 195.

[10] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Γκέμμα», σελ. 197-198.

Το δαχτυλίδι του Γύγη - ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Ο Σωκράτης σε ένα διάλογο της Πολιτείας με τον Γλαύκωνα, αδερφό του Πλάτωνα, ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Τότε του διηγήθηκε την ιστορία για κάποιον Γύγη.

Ο Γύγης ήταν πρόγονος του Λυδού. Ηταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερα από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κ' έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κ' ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει ένα νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω.

Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψη την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως έγινε άφαντος στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν σα να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός.

Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχη πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφη από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάη κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει τα κατάφερε να τα ψήση με τη βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυο των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει, αυτός το θρόνο.

Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανή, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθή στη δικαιοσύνη και να έχη τη γενναιότητα να το κράτηση και να μη βάλη το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνη ό,τι ήθελε και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνη και να έρχεται σε σχέσεις μ' οποίον ήθελε, και να σκοτώνη τον ένα και να γλυτώνη τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνη σα θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δε θα 'κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κ' οι δυο τους τον ίδιο το δρόμο θα 'παιρναν.

Τίποτα λοιπόν δε θα μπορούσε να αποδείξη καλύτερ' απ' αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφ' εαυτού του καλό, κι που κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδική, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δε θα 'θελε ποτέ ν' αδικήση μηδέ να βάλη χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κ' οι ίδιοι.

Πλάτων. Πολιτεία. (Βιβλίο Β) 359d-360d

Συμβουλές για έναν ηθικό βίο - ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ



ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΝΙΚΟΝ
"Στο έργο αυτό, παρατίθενται διάφορες πρακτικές διδαχές του Ισοκράτη προς κάποιον Δημόνικο για το πως θα πρέπει να είναι ένας ορθός και ηθικός τρόπος ζωής."

Κανένα να μη κάνεις φίλον πρότου εξετάσης πώς έχει συμπεριφερθή προς τους παλαιούς του φίλους· διότι πρέπει να προβλέπης ότι θα συμπεριφερθή και προς σε, όπως συμπεριεφέρθη προς εκείνους. Να γίνεσαι μεν βραδέως φίλος, αφού δε γίνης φίλος να μένης πιστός εις την φιλίαν. Διότι είναι εξ ίσου απρεπές να μη έχης κανένα φίλον και να αλλάζης πολλούς φίλους συχνά. Να μη δοκιμάζης τους φίλους σου κατά τοιούτον τρόπον ώστε εκ της δοκιμής ταύτης να προέρχεται διά σε ζημία, μήτε όμως να θέλης να έχης τους φίλους σου αδοκιμάστους. Τούτο δε θα κατορθώσης, αν προσποιείσαι ενώπιον αυτών ότι έχεις ανάγκας τας οποίας δεν έχεις· [25] να ανακοινώνης εις αυτούς ζητήματα, τα οποία δύνανται να κοινολογηθούν, παρουσιάζων αυτά ως μυστικά· αν διαψευσθής εις τας ελπίδας σου, δεν θα υποστής εκ τούτου καμμίαν ζημίαν, εάν δε αι ελπίδες σου επιβεβαιωθούν, θα έχης ασφαλεστέραν γνώσιν του χαρακτήρος των φίλων σου. Να δοκιμάζης τους φίλους εις τας δυστυχίας και εις τους κοινούς κινδύνους· διότι τον μεν χρυσόν δοκιμάζομεν εις το πυρ, τους δε φίλους διακρίνομεν εις τας ατυχίας. Θα τηρήσης την αρίστην στάσιν απέναντι των φίλων σου, αν δεν περιμένης ούτοι να σου γνωρίσουν τας ανάγκας των, αλλ' αν αυθορμήτως έλθης εις βοήθειάν των, όταν αι περιστάσεις το επιβάλλουν.

[26] Να νομίζης ότι είναι εξ ίσου επαίσχυντον να νικάσαι υπό των εχθρών σου εις το κακόν και να φαίνεσαι κατώτερος των φίλων σου εις τας ευεργεσίας που σου κάμνουν. Να θεωρής ως αληθείς φίλους όχι μόνον εκείνους που λυπούνται διά τας δυστυχίας σου, αλλά και εκείνους οι οποίοι δεν σε φθονούν διά την ευτυχίαν σου· διότι πολλοί λυπούνται μεν μαζί με τους φίλους των διά τας ατυχίας των, αλλά τους φθονούν, όταν ευτυχούν. Να ενθυμήσαι τους απόντας φίλους σου ενώπιον των παρόντων, διά να φαίνεσαι ότι ουδέ τούτους λησμονείς, όταν είναι απόντες.

[27] Να θέλης να είσαι όσον αφορά την ενδυμασίαν σου φιλόκαλος και όχι καλλωπιστής. Είναι δε ίδιον γνώρισμα του μεν φιλοκάλου η μεγαλοπρέπεια, του δε καλλωπιστού το εξεζητημένον (η επίδειξις, ίνα κινηθή η περιέργεια των άλλων). Να αγαπάς ουχί την υπερβολικήν αύξησιν των υπαρχόντων αγαθών, αλλά την μετρίαν απόλαυσιν τούτων. Να καταφρονής τους φιλοχρημάτους, οι οποίοι ζητούν να συσσωρεύουν θησαυρούς και δεν γνωρίζουν να απολαύσουν εκείνους που έχουν· διότι ούτοι πάσχουν κάτι παρόμοιον με εκείνους οι οποίοι αγοράζουν ωραίον ίππον, ενώ γνωρίζουν να ιππεύουν κακώς.

[28] Προσπάθει να καθιστάς τον πλούτον σου προσοδοφόρον και χρήσιμον· είναι δε ο πλούτος χρήσιμος μεν εις τους επιθυμούντας να μεταχειρίζωνται τούτον ελευθερίως, προσοδοφόρος δε εις τους δυναμένους να αποκτούν κτήματα προσοδοφόρα. Να εκτιμάς την υπάρχουσαν περιουσίαν διά δύο λόγους, και διά να δύνασαι να πληρώσης μέγα πρόστιμον και διά να βοηθής χρηστόν φίλον όταν δυστυχή· διά τας άλλας δε ανάγκας της ζωής σου να μη προσκολλάσαι εις αυτήν υπερβολικά, αλλά να την αγαπάς με μέτρον.



Πρωτότυπο Κείμενο

Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις· ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν καὶ περὶ σὲ γενέσθαι τοιοῦτον, οἷος καὶ περὶ ἐκείνους γέγονε. βραδέως μὲν φίλος γίγνου, γενόμενος δὲ πειρῶ διαμένειν· ὁμοίως γὰρ αἰσχρὸν μηδένα φίλον ἔχειν καὶ πολλοὺς ἑταίρους μεταλλάττειν. μήτε μετὰ βλάβης πειρῶ τῶν φίλων, μήτ’ ἄπειρος εἶναι τῶν ἑταίρων θέλε. τοῦτο δὲ ποιήσεις, ἐὰν μὴ δεόμενος τὸ δεῖσθαι προσποιῇ. [25] περὶ τῶν ῥητῶν ὡς ἀπορρήτων ἀνακοινοῦ· μὴ τυχὼν μὲν γὰρ οὐδὲν βλαβήσει, τυχὼν δὲ μᾶλλον αὐτῶν τὸν τρόπον ἐπιστήσει. δοκίμαζε τοὺς φίλους ἔκ τε τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας καὶ τῆς ἐν τοῖς κινδύνοις κοινωνίας· τὸ μὲν γὰρ χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν, τοὺς δὲ φίλους ἐν ταῖς ἀτυχίαις διαγιγνώσκομεν. οὕτως ἄριστα χρήσει τοῖς φίλοις, ἐὰν μὴ προσμένῃς τὰς παρ’ ἐκείνων δεήσεις, ἀλλ’ αὐτεπάγγελτος αὐτοῖς ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς.

[26] ὁμοίως αἰσχρὸν εἶναι νόμιζε τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιίαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις. ἀποδέχου τῶν ἑταίρων μὴ μόνον τοὺς ἐπὶ τοῖς κακοῖς δυσχεραίνοντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς μὴ φθονοῦντας· πολλοὶ γὰρ ἀτυχοῦσι μὲν τοῖς φίλοις συνάχθονται, καλῶς δὲ πράττουσι φθονοῦσι. τῶν ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας, ἵνα δοκῇς μηδὲ τούτων ἀπόντων ὀλιγωρεῖν.

[27] Εἶναι βούλου τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος, ἀλλὰ μὴ καλλωπιστής. ἔστι δὲ φιλοκάλου μὲν τὸ μεγαλοπρεπές, καλλωπιστοῦ δὲ τὸ περίεργον. Ἀγάπα τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν μὴ τὴν ὑπερβάλλουσαν κτῆσιν ἀλλὰ τὴν μετρίαν ἀπόλαυσιν. καταφρόνει τῶν περὶ τὸν πλοῦτον σπουδαζόντων μέν, χρῆσθαι δὲ τοῖς ὑπάρχουσι μὴ δυναμένων· παραπλήσιον γὰρ οἱ τοιοῦτοι πάσχουσιν, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἵππον κτήσαιτο καλὸν κακῶς ἱππεύειν ἐπιστάμενος.

[28] πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα καὶ κτήματα κατασκευάζειν. ἔστι δὲ χρήματα μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κτήματα δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις. τίμα τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν δυοῖν ἕνεκεν, τοῦ τε ζημίαν μεγάλην ἐκτῖσαι δύνασθαι, καὶ τοῦ φίλῳ σπουδαίῳ δυστυχοῦντι βοηθῆσαι· πρὸς δὲ τὸν ἄλλον βίον μηδὲν ὑπερβαλλόντως ἀλλὰ μετρίως αὐτὴν ἀγάπα.


Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1950. Ισοκράτους Προς Δημόνικον, Προς Νικοκλέα, Νικοκλής ή Κύπριοι.
Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Παράγοντες που ευνοούν μια αληθινή φιλία - ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Εξετάζοντας τη φιλία στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής ζωής, ο Αριστοτέλης προχωρά στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

[1166a] Ο τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η αγάπη στους φίλους μας και τα γνωρίσματα με τα οποία ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθαν, όπως φαίνεται, από τη συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι νομίζουν σα φίλο τους εκείνον που επιθυμεί και κάμνει για χάρη τους το αγαθό, ή εκείνον που ποθεί την ύπαρξη και τη ζωή για τον φίλο του, συναίσθημα που κυριεύει τη μητέρα για τα παιδιά της και τους φίλους σε περίπτωση που, εξαιτίας προστριβών, δεν μπορούν να ζουν μαζί. Άλλοι θεωρούν σα φίλο αυτόν που συζεί μαζί τους και έχει τις ίδιες ορέξεις ή συμμερίζεται τις ίδιες οδύνες και ηδονές πράγμα που συμβαίνει πάλι προπαντός στις μητέρες για τα παιδιά τους.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διάφορα αυτά γνωρίσματα, ορίζουν τη φιλία. Όλα αυτά υπάρχουν στον ενάρετο άνθρωπο σχετικά με τον εαυτό του και σε ίση μοίρα και στους άλλους ανθρώπους, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ενάρετοι. Γιατί φαίνεται ότι η αρετή κι ο ενάρετος άνθρωπος είναι το μέτρο κάθε πράγματος, όπως είπαμε. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και επιθυμεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, ποθεί το αγαθό και ό,τι του φαίνεται τέτοιο και το εκτελεί (γιατί γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιεί το αγαθό) και για χάρη του εαυτού του, για χάρη δηλ. του διανοητικού μέρους της ψυχής, που, όπως φαίνεται, αποτελεί κάθε άνθρωπο. Εκτός απ' αυτό θέλει να ζει, να διατηρεί τον εαυτό του στη ζωή και μάλιστα να διατηρεί εκείνο, με το οποίο σκέπτεται, επειδή για τον ενάρετο άνθρωπο η ύπαρξη είναι αγαθό. Κι ο καθένας ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του και δε θέλει να μεταβάλλεται σε τρόπο, ώστε ν' απολαμβάνει με τη νέα του μορφή όλα τα αγαθά. Γιατί κι ο θεός κατέχει το αγαθό, αλλά, το κατέχει ήδη, γιατί είναι τώρα, όπως ήταν πάντοτε. Ώστε κάθε άνθρωπος φαίνεται ότι είναι εκείνο που μέσα του γεννά τη διανόηση· επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζει με τον εαυτό του, γιατί βρίσκει στην κατάσταση αυτή απόλαυση. Οι αναμνήσεις των περασμένων τού είναι ευχάριστες και οι ελπίδες για το μέλλον, καλές, και είναι ακόμα οι τέτοιες ελπίδες γλυκές. Ο νους του είναι γεμάτος από αντικείμενα για μελέτη και παρατήρηση, και λυπάται και χαίρεται μαζί με τον εαυτό του. Το λυπηρό και το ευχάριστο είναι γι' αυτόν πάντοτε το ίδιο και όχι άλλη φορά άλλο, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει λόγο να μετανιώνει για τις πράξεις του. Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι τα συναισθήματα που διαθέτουν τον ενάρετο απέναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του όπως ακριβώς στον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος μας είναι ο άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι εκείνοι που έχουν αυτά τα γνωρίσματα. Το ζήτημα αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία με τον ίδιο τον εαυτό μας, ας το αφήσουμε για την ώρα χωρίς να το εξετάσουμε. Φαίνεται ότι υπάρχει φιλία, τουλάχιστον εκεί που βρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναφέραμε, [1166b] κι ότι η υπερβολική φιλία μοιάζει με την αγάπη που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας.

Τα γνωρίσματα που είπαμε φαίνεται ότι υπάρχουν και στους πολλούς κι αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά απ' αυτά σύμφωνα με το μέτρο που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στον εαυτό τους και μήπως φαντάζεται ότι είναι ενάρετος; Το ότι κανένας φαύλος ή κακοποιός δεν κατέχει τέτοια γνωρίσματα, ούτε φαίνεται να κατέχει, είναι αυτονόητο. Αλλά αυτό ισχύει σχεδόν για όλους γενικά τους ανήθικους ανθρώπους, έχει δηλ. διχασθεί ο ίδιος ο εαυτός τους, και η πλεονεξία τους στρέφεται σε αντικείμενα διαφορετικά εκείνων, που θα επεδίωκε η έπειτα από σκέψη βούλησή τους, όπως συμβαίνει και στους ακρατείς. Αυτοί προτιμούν, αντί εκείνων που φαίνονται σ' αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα που είναι σ' αυτούς βλαβερά. Άλλοι, από δειλία ή τεμπελιά, απέχουν από το να εκτελούν ό,τι νομίζουν άριστο. Κι άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, είναι μισητοί για την κακία τους, αποφεύγουν τη ζωή και θέτουν τέρμα σ' αυτήν αυτοκτονώντας. Οι κακοί αναζητούν τους ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζούν, αλλά κυρίως αποφεύγουν τον εαυτό τους, γιατί φέρνουν πίσω στη μνήμη πολλά και φοβερά πράγματα. Κλεισμένοι στον εαυτό τους δεν αντικρύζουν παρά ένα όμοιο μέλλον, ενώ όταν συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους τα ξεχνούν όλα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε σ' αυτούς που να είναι αξιαγάπητο, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτό τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ούτε χαρά ούτε λύπη για τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί η ψυχή τους επαναστατεί, και το ένα μέρος της πάσχει από την κακία τους, εξαιτίας των στερήσεών τους, και το άλλο χαίρεται, και το ένα τραβά την ψυχή προς τα εδώ, το άλλο προς τα εκεί, σα να την κομμάτιαζαν. Αφού, λοιπόν, δεν είναι δυνατό να νιώθουν συγχρόνως ηδονή κι οδύνη, η οδύνη διαδέχεται σ' αυτούς την ηδονή μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ώστε θα επιθυμούσαν να μην την είχαν ποτέ δοκιμάσει. Γιατί οι φαύλοι είναι διαρκώς μετανιωμένοι. Ώστε φαίνεται πως ο φαύλος δεν είναι διατεθειμένος φιλικά ούτε απέναντι του εαυτού του, γιατί δεν έχει τίποτε αξιαγάπητο. Επομένως, επειδή μια τέτοια κατάσταση είναι πάρα πολύ άθλια, έχουμε υποχρέωση ν' αποφεύγουμε με όλη μας τη δύναμη την κακία και να προσπαθούμε να είμαστε ενάρετοι. Μ' αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι του εαυτού μας και θα γινόμαστε και φίλοι των συνανθρώπων μας.

(30) Η εύνοια μοιάζει με την φιλία, αλλά δεν είναι φιλία. Εύνοια μπορεί να νιώθει κανένας και για άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το ξεύρουν. Γι αυτό έχουμε μιλήσει και προηγουμένως. Όμως η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη γιατί δεν φέρνει μαζί της ούτε την ένταση ούτε την ορμή της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνυφασμένα με την αγάπη. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψη των συνηθισμένων σχέσεων, ενώ η εύνοια μπορεί να γεννηθεί ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τους αθλητές, [1167a] στους οποίους χαρίζουμε την εύνοιά μας κι επιθυμούμε γι' αυτούς το έπαθλο, χωρίς όμως να συμπράττουμε μ' αυτούς, επειδή, όπως είπαμε, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, και η αγάπη που υπεισέρχεται σ' αυτήν είναι επιφανειακή. Επομένως, φαίνεται ότι η εύνοια είναι η αρχή της φιλίας, όπως η αρχή του έρωτα είναι η ηδονή από την θέαση ενός προσώπου, γιατί κανείς δεν ερωτεύεται, πριν σαγηνευθεί από την μορφή αυτού του προσώπου. Πάντως αυτός που έλκεται από την ομορφιά δεν είναι ακόμη σε θέση ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθεί αυτόν που λείπει και να επιθυμεί την παρουσία του. Επίσης είναι αδύνατο να δημιουργηθεί φιλία, αν δεν προηγηθεί εύνοια, αλλά η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, γιατί εκείνος που διάκειται ευνοϊκά επιθυμεί μονάχα το αγαθό, αλλά δεν προσφέρει για την επίτευξή του την βοήθειά του, ούτε καταβάλλει σχετική προσπάθεια. Γι' αυτό μπορεί να ονομάσει κάποιος την εύνοια αδρανή φιλία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φτάνει ως το σημείο συνάψεως οικογενειακών σχέσεων και γίνεται πραγματική φιλία, όχι για χάρη ιδιοτελούς συμφέροντος και απόλαυσης, γιατί ούτε και η εύνοια γεννιέται απ' αυτά. Αυτός, λοιπόν, που ευεργετήθηκε, χαρίζοντας την εύνοιά του για τις ευεργεσίες που του δόθηκαν, ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. Κι η εύνοια εκείνου που επιθυμεί την ευημερία των συνανθρώπων του με την ελπίδα να ωφεληθεί απ' αυτήν, δεν μοιάζει να απευθύνεται στους άλλους, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ακριβώς δεν είναι ούτε φίλος εκείνος που περιποιείται τον φίλο του για χάρη κάποιου συμφέροντος. Συμπερασματικά, η εύνοια γεννιέται από κάποιαν αρετή και χρηστότητα, όταν δηλ. εμφανισθεί κάποιος άνθρωπος καλός, ανδρείος ή κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές, όπως είπαμε.

Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κι αυτή ένα είδος φιλίας και γι' αυτό δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομογνωμοσύνη (όμοια γνώμη), γιατί ομογνωμοσύνη μπορεί να υπάρχει κι εκεί που οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Επίσης δεν ονομάζει κανένας ομονοούντες εκείνους που έχουν την ίδια γνώμη για ένα ζήτημα, π.χ. για τα ουράνια φαινόμενα (γιατί η τέτοια συμφωνία γνώμης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη φιλικών δεσμών), αλλά λέει, ότι οι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν οι ίδιες γνώμες σχετικά με τα κοινά συμφέροντα, όταν παίρνονται οι ίδιες αποφάσεις και πραγματοποιούνται όσα αποφασίστηκαν από κοινού. Ομόνοια, λοιπόν, υπάρχει, όταν πρόκειται για ζητήματα πάνω στο πεδίο της δράσης, και μάλιστα για ζητήματα, που είναι σπουδαία ή αποβλέπουν στο συμφέρον των δυο μερών ή όλων των πολιτών. Σύμφωνα μ' αυτά, υπάρχει, λ.χ. ομόνοια σε μια πόλη, όταν αποφασίσουν όλοι μαζί, οι αρχές να είναι αιρετές, ή όταν όλοι οι ολίτες πάρουν την απόφαση ν' αναθέσουν την διακυβέρνηση της πόλης τους στον Πιττακό αν κι ο ίδιος συμφωνούσε μ' αυτό. Αλλά αν ο καθένας θέλει να βρίσκεται επικεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται στις Φοίνισσες γεννιούνται έριδες. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει ομόνοια, μονάχα όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, αλλά όταν επιθυμούν να το δουν πραγματοποιημένο σ' ένα και το αυτό πρόσωπο: όταν λ.χ. [1167b] ο λαός και οι ξεχωριστοί πολίτες θέλουν ν' ανατεθεί η κυβέρνηση στους «άριστους» γιατί τότε γίνεται πραγματικότητα εκείνο που όλοι επιθυμούν.

Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι φιλία ανάμεσα στους πολίτες, όπως ακριβώς και ονομάζεται, γιατί αυτή ασχολείται με τα συμφέροντα και τις αξιώσεις της ζωής. Μια τέτοια ομόνοια συναντούμε στους ενάρετους, γιατί αυτοί ομονοούν και με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους συνανθρώπους των, για το λόγο ότι μένουν, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε οι ίδιοι. Γιατί οι θελήσεις τέτοιων ανθρώπων είναι σταθερές, και δεν κυμαίνονται εδώ κι εκεί, όπως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο που επιδιώκουν είναι το δίκαιο και το συμφέρον, και την πραγματοποίηση αυτών την ποθούν από κοινού. Οι φαύλοι δεν ομονοούν ή ομονοούν λίγο χρονικό διάστημα, όπως δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι, γιατί όσον αφορά όλα εκείνα που μπορούν να τους παράσχουν ωφέλεια είναι πλεονέχτες, αλλά όταν πρόκειται να καταβάλλουν κουραστικές προσπάθειες ή να αναλάβουν δημόσιες λειτουργίες, δεν κάμνουν τίποτε. Επειδή ο καθένας απ' αυτούς επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον, ελέγχει τους συμπολίτες του και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο που τους ανήκει. Άλλωστε, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα η πολιτεία καταστρέφεται. Εξαιτίας των προκαλούνται έριδες μεταξύ των πολιτών, γιατί οι φαύλοι ασκούν βία, οι μεν εναντίον των δε, και αρνούνται να εκτελέσουν δίκαιες πράξεις.

Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθησαν τους ευεργέτες των, και στο σημείο αυτό υπεισέρχεται κάποιος παραλογισμός που αξίζει να τον εξετάσουμε. Οι περισσότεροι έχουν τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι πρώτοι είναι δανειστές και οι δεύτεροι οφειλέτες. Όπως λοιπόν στα δάνεια οι χρεοφειλέτες επιθυμούν να μην υπάρχει κανένας στον οποίο να χρωστούν, οι δανειστές φροντίζουν για την ευημερία των οφειλετών, έτσι κι οι ευεργέτες επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα ότι αυτοί κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσία. Αντίθετα οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδώσουν την χάρη.

Ο Επίχαρμος ίσως να έλεγε ότι τίποτε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει που να μην ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, αφού οι περισσότεροι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Κι όμως η αιτία αυτού είναι φυσικότερη και όχι όμοια με την αποδιδόμενη στον δανειστή σχετικά με τον οφειλέτη. Γιατί εκείνο που αισθάνεται για τον οφειλέτη ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλά η επιθυμία να διατηρείται ζωντανός ο οφειλέτης για να μπορέσει να του επιστρέψει το χρέος. Αντίθετα ο ευεργέτης διάκειται απέναντι στον ευεργετούμενο με φιλία και αγάπη, κι όταν αυτός ακόμη δεν είναι χρήσιμος ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιος στο μέλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σχετικά με τους καλλιτέχνες. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, αν μπορούσε ν' αποκτήσει ψυχή.

[1168a] Ίσως το ίδιο να ισχύει πάρα πολύ και στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα ποιήματά τους, σα να ήταν παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι, όπως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτη. Αυτός που ευεργετήθηκε, είναι συγχρόνως έργο του ευεργέτη, κι αυτός αγαπά περισσότερο το έργο του απ' όσο το έργο αγαπά τον δημιουργό του. Η αιτία αυτού συνίσταται στο ότι το «είναι» συμβαίνει να είναι πολυπόθητο και αξιαγάπητο, και υπάρχουμε εφόσον ενεργούμε, εφόσον δηλ. ζούμε και δρούμε. Ο δημιουργός είναι, ένεκα της δράσης του, για να εκφρασθούμε έτσι, το ίδιο το έργο του, και αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, επειδή αγαπά και την ζωή του. Αυτό είναι φυσικό, επειδή, ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. Συγχρόνως ο ευεργέτης βρίσκει καλό ό,τι επιτρέπει σ' αυτόν να ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο και του δίνει την ευκαιρία σ' ό,τι βρίσκει απόλαυση. Αντίθετα ο ευεργετούμενος δεν βρίσκει σ' εκείνον που τον ευεργέτησε τίποτε καλό, αλλά μονάχα κάποιο συμφέρον πράγμα που του προξενεί λιγότερη ευχαρίστηση και συμπάθεια. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος κι' η ανάμνηση του παρελθόντος. Όμως γλυκύτατη, και σε ίση μοίρα αξιαγάπητη, είναι η πραγματικότητα. Το έργο, επομένως, του δημιουργού διαιωνίζεται (γιατί το αγαθό ζει πολλά χρόνια), ενώ το χρήσιμο εκείνου που ευεργετήθηκε περνά γρήγορα. Η ανάμνηση των ηθικών πράξεων είναι γλυκειά, ενώ των χρήσιμων δεν είναι ή είναι λιγότερο τέτοια. Κι όσον αφορά την προσδοκία, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Επίσης το αγαπάν μοιάζει με το ενεργείν, ενώ το αγαπάσθαι με το πάσχειν, και γι' αυτό εκείνους που υπερέχουν στη δραστηριότητα ακολουθεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.

Τέλος ο καθένας αγαπά περισσότερο ό,τι απόχτησε με κόπο. Τα χρήματα, π.χ. που κέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι πιο αγαπητά από εκείνα που κληρονόμησε. Και φαίνεται ότι το να ευεργετείται κάποιος είναι κάτι που δεν απαιτεί κόπο, ενώ το να ευεργετεί είναι κοπιώδες. Γι' αυτό κι οι μητέρες, αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από τους πατέρες: επειδή οι πόνοι για τη γέννησή τους είναι μεγαλύτεροι κι επειδή έχουν συνείδηση ότι είναι δικά τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτό το συναίσθημα συγγενεύει και με τους ευεργέτες.

Οι αρετές της Ιδανικής Πολιτείας - ΠΛΑΤΩΝ


Οι απόψεις του Πλάτωνος για την ιδεώδη πολιτεία, η οποία διασφαλίζει στον πολίτη της τον άριστον βίον, εκθέτονται στον διάλογό του που τιτλοφορείται Πολιτεία. Με το παρόν θα εξετάσουμε το χωρίο 427c-445e από το τέταρτο βιβλίο της «Πολιτείας» και θα επιχειρήσουμε, σε πρώτη φάση, να προσδιορίσουμε τις αρετές της πόλεως και το περιεχόμενό τους. Έπειτα θα σκιαγραφήσουμε τα μέρη της ψυχής και θα ασχοληθούμε με την παραλληλότητα των αρετών της πόλεως με αυτές της ψυχής. Τέλος, θα αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα της δικαιοσύνης, τόσο στην κοινωνική όσο και στην ατομική της διάσταση, σε συνδυασμό με την ευδαιμονία πόλεως και ατόμου. Η ανάπτυξη θα γίνει σε τρεις ενότητες. Θα ακολουθήσουν τα συμπεράσματα.


ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥΣ

Στον στίχο 427e10 της Πολιτείας η ιδεώδης πολιτεία ενσαρκώνει τις τέσσερις θεμελιώδεις αρετές. Χαρακτηρίζεται από Σοφία, Ανδρεία, Σωφροσύνη και Δικαιοσύνη. Η πόλη είναι σοφή, επειδή οι άρχοντές της (οι φιλόσοφοι-βασιλείς) είναι σοφοί και την καθοδηγούν προς το Αγαθόν. Είναι επίσης ανδρεία, για τον λόγο του ότι οι φύλακες-επίκουροι είναι ανδρείοι και μπορούν να υπερασπιστούν αφενός μεν τη εδαφική της ακεραιότητα αφετέρου δε τις αξίες που προβάλλει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Χαρακτηρίζεται από σωφροσύνη, για το γεγονός ότι ανάμεσα στις τρεις τάξεις βασιλεύει η αρμονία, προκύπτουσα από την υποταγή της κατώτερης στις ανώτερες. Είναι ακόμη δίκαιη, επειδή το κάθε στοιχείο εκπληρώνει τη λειτουργία του δίχως να παρακωλύει την αντίστοιχη λειτουργία των άλλων.

Εξετάζοντας, τώρα, εις βάθος κάθε μία από τις παραπάνω αρετές, θα ξεκινήσουμε από την Σοφία. Στον στίχο 428b1 ο Πλάτων, διά στόματος του Σωκράτους, την αναφέρει ως το πρώτο πράγμα το οποίο διακρίνεται καθαρά αναφορικά με το αντικείμενο της συζητήσεως τους. Η Σοφία διαφαίνεται από την δυνατότητα της ορθής κρίσεως, από μέρους της πόλεως. Αυτό φυσικά είναι απόρροια της γνώσης την οποία κατέχουν οι κεφαλές αυτής. Βεβαίως, η διευκρίνιση για τους κυβερνήτες δίδεται παρακάτω, όταν γίνεται διαχωρισμός των ειδών της γνώσης που δύναται να κατέχουν οι διάφορες τάξεις. Έτσι, σύμφωνα με το παράδειγμα που δίδεται, η ξυλουργική γνώση δεν δύναται σε καμία των περιπτώσεων να χαρακτηριστεί σοφή. Κατά τον ίδιο τρόπο αποκλείει από την Σοφία την κατοχή οποιασδήποτε τέχνης, για να καταλήξει στην ορθή κρίση των επικεφαλής της πολιτείας, οι οποίοι θεωρούνται ως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι να κατέχουν την αληθινή σοφία. Τους ονομάζει, μάλιστα, ως τέλειους φύλακες της πόλης. Οι ίδιοι αποτελούν, όπως είναι φυσικό άλλωστε, την πλέον ολιγάριθμη κοινωνική ομάδα και βάσει της γνώσεως, η οποία είναι δοσμένη από τη φύση, άρχουν στους υπολοίπους. (Στίχοι 428b1-429a7).

Συνεχίζοντας την αναδίφησή μας στις πλατωνικές αρετές της ιδανικής πολιτείας θα συναντήσουμε στον στίχο 429a8 την αναφορά του συγγραφέως στην Ανδρεία. Εδώ βλέπουμε ότι ο μεν Σωκράτης εξακολουθεί να φιλοσοφεί, να επιχειρηματολογεί και να απευθύνει ρητορικές ερωτήσεις στον Γλαύκωνα, όπου μέσω αυτών συμπεραίνει κάποια πράγματα. Από την άλλη ο Γλαύκων ακούει, μετά της δεούσης προσοχής, τα λεγόμενα του Σωκράτους για τη Ανδρεία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ένα είδος σωτηρίας. Στο σημείο αυτό, για την καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας της Ανδρείας, παρατίθεται μία παρομοίωση των βαφέων, των βαφών και του βαψίματος με τους στρατιώτες, καθώς και τις αντιλήψεις που τους περνούν μέσα από την εκπαίδευσή τους. Με μία επιδέξια προσέγγιση, παρατηρούμε ότι συνδέει το άνθος, δηλαδή την λαμπρότητα, την στιλπνότητα του χρώματος, το οποίο αν χρησιμοποιηθεί στην βαφή καλά, γίνεται ανεξίτηλο και δεν αφαιρείται, με τους νέους που θα υπηρετήσουν την θητεία τους, εκπαιδευόμενοι με μουσική και γυμναστική. Ταυτοχρόνως, οι νέοι αυτοί οπλίτες θα δέχονται τους νόμους σαν βαφή της ψυχής. Εξάλλου, ο χαρακτήρας που έχουν αποκτήσει, όπως και η ανατροφή που τους έχει δοθεί, τους κάνουν ικανούς να υπακούουν και να διαφυλάττουν την «βαφή» τους. (Στίχοι 429a8-430c6).

Μετά την Ανδρεία ακολουθεί η αναφορά του συγγραφέως, πάντα εντός του διαλογικού πλαισίου, στην Σωφροσύνη στον στίχο 430d1 . Εδώ η αρετή της σωφροσύνης εκλαμβάνεται ως ένα είδος αυτοκυριαρχίας και νομιμοφροσύνης. Η αυτοκυριαρχία συνίσταται στην χαλιναγώγηση ορισμένων απολαύσεων και επιθυμιών. Εκείνος που θα το καταφέρει θεωρείται ανώτερος του εαυτού του. Κατά τον ίδιο τρόπο, όποιος αδυνατεί να επιβληθεί του κακού του εαυτού και κυριαρχηθεί από αυτόν θεωρείται χειρότερος και χαρακτηρίζεται ακόλαστος. Αποδεικνύεται, επομένως, κατώτερος των περιστάσεων. Η αυτή κατάσταση λαμβάνει χώρα και στην πόλη. Θεωρείται ανώτερη του εαυτού της όταν συμβαίνει να κυριαρχεί το πλέον εκλεκτό κομμάτι της. Οι λίγοι ικανοί έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν, μέσω του ορθού λογισμού τον οποίο έχουν, τις επιθυμίες των πολλών, ακόμη και των πλέον ασήμαντων. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία ξεπερνά τις απολαύσεις και τις επιθυμίες και ανυψώνεται σε άλλες σφαίρες.

Αναφορικά με την νομιμοφροσύνη, τούτη επιτυγχάνεται όταν τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι κυβερνώμενοι τυγχάνουν της ιδίας γνώμης ως προς το ποιοι είναι σωστό και δίκαιο να άρχουν της πόλεως. Κατά συνέπεια, η έννοια της σωφροσύνης εκτείνεται σε όλη την πολιτεία, αποτελώντας το στοιχείο εκείνο της ομοφωνίας και της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων που την απαρτίζουν. (Στίχοι 430d1-432b1).

Μετά λοιπόν και την παρουσίαση της σωφροσύνης ερχόμαστε στην αρετή που απέμεινε και η οποία δεν άλλη από την Δικαιοσύνη (στίχος 432b5 ). Είναι αλήθεια ότι το μείζον θέμα που συζητείται στην Πολιτεία είναι η δικαιοσύνη. Το αναφέρει, άλλωστε, ξεκάθαρα ο Σωκράτης στον 433a. Αποτελεί τον θεμέλιο λίθο, βάσει του οποίου θεμελιώνεται όλο το οικοδόμημα της ιδανικής Πλατωνικής Πολιτείας. Βασική αρχή της δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, αποτελεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μέσα στην πολιτεία, κάθε πολίτης και κάθε τάξη ασχολείται και εργάζεται μόνον στον τομέα του και αποκλειστικά με το αντικείμενό του. Ο Σωκράτης την ορίζει ως την ενασχόληση κάποιου με το οικείον του, δηλαδή τη δουλειά του. Αυτό θα τον αποτρέψει με το να ασχολείται με ανάρμοστες εργασίες. Ειδικά η πολυπραγμοσύνη (434b7), ανάμεσα στις τάξεις που αποτελούν την πόλη, θεωρείται ζημιογόνος. Φθάνει δε, μέχρι του σημείου να την χαρακτηρίσει κακούργημα. Το σκεπτικό είναι ότι ο καθένας προσφέρει αυτό που δύναται από το πόστο του, ενώ παράλληλα συνεισφέρει στην αρμονική συνύπαρξη και στην κοινωνική πρόοδο. (Στίχοι 432b5-434c6).


Διαβάστε στο Ελληνικό Αρχείο την "ΠΟΛΙΤΕΙΑ" του Πλάτωνα.

πηγή

Η σημερινή εποχή σε σχέση με τον έρωτα


Δυστυχώς η εποχή μας είναι η πλέον ανευθεντική και ως εκ τούτου μακράν η χειρότερη! Το χείριστο που συμβαίνει είναι το γεγονός ότι ο έρωτας βρίσκεται στην πλέον ανευθεντική του μορφή. Και εξηγούμε :

Αρχικώς θα υπενθυμίσουμε ότι αφενός το ισχυρότερο όπλο του ανθρώπου, η σημαντικότερη δυνατότητα, που του δόθηκε στον αγώνα του να προσεγγίσει του "Είναι" (όντως ύπαρξη), την τελειότητα & το όλον, είναι ο Έρως : Άλλωστε όπως λέγει ο Σωκράτης του «Συμποσίου, 192.e.10 – 193.a.1» : «Του ολοκλήρου η επιθυμία και η ορμή έχει το όνομα έρως – τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα»!. Αφετέρου ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου». Άλλωστε «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην» έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. Νο.8).

Ο αυθεντικός έρωτας, δηλ., προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης.

Το ίδιο όμως και ο ίμερος, η αντιφατική σύσταση της ερωτικής ορμής, χαρακτηρίζεται από δύο συστατικές αρχές : την ηδονή και τη οδύνη ως στέρηση & κορεσμός μαζί, λαχτάρα και αποστροφή μαζί, δάκρυ και γέλωτας μαζί – «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο![1]

Μάλιστα η Σαπφώ – η αιολική ποιήτρια που ο ερωτικός της άθλος ταυτίζεται με τα έργα του Ηρακλή - είχε εφεύρει νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του “πόθου” και του “πόνου”. Όλη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.[2]

Κατά αυτή την έννοια η ουσία του Ίμερου είναι ο «πόθος» ως αμφίσημο έρεισμα του «πάθους». Από το «ποθώ» που αντιστοιχεί στο «έχειν και μη έχειν» (που ως άλλο σωκρατικό «Ἐν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» καταδεικνύει την γνώση της απουσίας και την άγνοια της παρουσίας, ή την παρουσία της άγνοιας και την απουσία της γνώσης.) και στο «πάσχω» που δηλοί το Ηρακλείτειο «εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν – είμεθα και δεν είμεθα» (που καταδεικνύει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου : είμαστε της στιγμής : μια αείροη παρουσία – απουσία.). Μάλιστα ο ίμερος στον Όμηρο, στην Ιλιάδα ραψωδία Ψ’ σ. 14, είναι γείτονας του θρήνου : «και μεταξύ τους η Θέτις τον ίμερο του γόου όρθωσε – μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε».

Ως εκ τούτων μόνο ο ερωτικός δεσμός που πληρούται από την οδύνη (σαν) του θανάτου είναι γνήσιος, μιας και μόνο τότε η ερωτική πλησμονή είναι ευγένεια της πενίας και αρχέγονη στέρηση απέναντι στο τέλειο και στο απόλυτο, στις αρχετυπικές καταβολές του όντος. Με άλλα λόγια μόνο ο ερωτικός δεσμός που στο σμίξιμο έχει την ένταση και την ποιότητα που μετριέται και βρίσκεται ισόμετρη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου! Άλλωστε η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου, κατά το ηρακλείτειο «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος», πρακτικά σημαίνει ότι η ερωτική ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ένα είδος πόνου ζωντανού, που δεν γαυριά, αλλά ούτε πραΰνεται ούτε μετριάζεται ούτε τελειώνει [3].

****εξ ου και η συνηθισμένη μορφή του έρωτα της υπερ-πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ολονυκτία καρικών γυναικών & σκηνοπηγία πτωμάτων : αναυθεντικός.

Όμως ο σημερινός άνθρωπος έχει διασπάσει τον Έρωτα στα συστατικά του μόρια και έχει οδηγηθεί σε απώλεια της εποπτείας του όλου. Έχει διασπαστεί η δυαρχική ενότητα του ίμερου και οι δύο συστατικές αρχές, η ηδονή και η οδύνη, αποκόπηκαν η μία από την άλλη. Ο κίβδηλος ερωτικός τρόπος του σημερινού ανθρώπου αποτελεί τον κανόνα της ανθρώπινης ζωής του. Την άμεση θέαση της ερωτικής ιδέας την εμποδίζει πλέον ένας οντολογικός ογκόλιθος : ο άνθρωπος ξέχασε ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου».

Η ερωτική μονομέρεια του σημερινού ανθρώπου διαστρέφει το ήθος του φυσικού ίμερου κατά την έννοια ότι απολυτοποιεί ερωτικά το πάθος (το Είναι ερωτικά) μηδενίζοντας τον πόνο/οδύνη (το Μη-Είναι ερωτικά). Η υπερτροφία της ερωτικής παρουσίας συντελείτε σε βάρος της ερωτικής απουσίας και ως εκ τούτου ο άνθρωπος πλημμελεί διπλό πλημμέλημα. Προς χάρη του θετικού δεν αγνοεί απλώς το αρνητικό, αλλά και το καταπολεμά. Αυτή την επί του οντολογικού πεδίου κακοπραγμοσύνη εκφράζει η τάση των σημερινών ανθρώπων να επιζητούν ασίγαστα την ηδονή και σταθερά να αποφεύγει την οδύνη.[4]

Η ερωτική μονομέρεια εμφανίστηκε από την στιγμή που ο άνθρωπος απομόνωσε τον ηδονικό στρόβιλο, αυτή την «γλυκερή τέρψη», απολυτοποίησε την σημασία της και την κατάστησε νομοθετική πηγή της ερωτικής του πρόθεσης. Η εμφάνιση του βιβλικού Αυνάν ήταν γεγονός. Η ανακάλυψη του, πολύ χειρότερη από την χειρότερη εφεύρεση, άνοιξε τον δρόμο, που οδηγεί στα έσχατα του ανθρώπου. Ο ελληνικός κόσμος, περισσότερο φυσικός από τον ιουδαϊκό, στην ερωτική μονομέρεια είδε την κακή θέα της ερωτικής θεάς. Ο διχασμός του ερωτικού όλου και η εκλογή μόνο του ευνοϊκού μέρους υπήρξε γεγονός απλό με συνέπειες όμως πολύπλοκες. Εν ολίγοις από οντολογικής απόψεως σημαίνει την άρνηση της ακεραιότητας και την κατάφαση της αναπηρίας του Κόσμου, την εκτροπή δηλ. του ερωτικού προσανατολισμού του ανθρώπου σε αφύσικο πρότυπο. Με την πράξη του Αυνάν διασπάστηκε η δυαρχική ενότητα των δύο συστατικών αρχών του ίμερου, η ηδονή και η οδύνη. Ο σκοπός των ερωτικών έργων συμπιέστηκε στην άγονη κάρπωση της ηδονής. Η Μονόπλευρη θήρευση της εβίασε την φυσική κλίμακα του ερωτικού γεγονός και κατάργησε την σοφή οικονομία της αρχιτεκτονικής της.[5]

Κατά την έννοια, βέβαια, ότι πίσω από τον ηδονικό στρόβιλο κρύβεται η πανούργος οικονομία τη Φύσης, που μαυλίζει τα πλάσματα, να διαιωνίζουν τη ζωή!.

Το δεύτερο παράπτωμα είναι απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου.

Εδώ το αγαπημένο πρόσωπο γίνεται η πηγή της χαράς των ανθρώπων και της ουσίας των πραγμάτων. Έτσι ο ερωτικός δεσμός αποκτά ιδιοτελή χαρακτήρα, εξ αιτίας της ροπής των εραστών να συσσωρεύουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου ολόκληρο το νόημα του κόσμου.[6]

Κατά την απολυτοποίηση το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι πια μέρος του κόσμου στα μάτια του/της εραστή/ερωμένης του, αλλά το κέντρο περιφοράς του κόσμου. Το αγαπημένο πρόσωπο δεν εμψυχώνεται, ούτε διατρέφεται από τον πλούτο του ευρύτερου κοσμικού περιέχοντος, αλλά αντίθετα εξαναγκάζεται να μεταβληθεί, από τον ερωτικό σύντροφο και για χάρη του, σε πηγή τροφοδοσίας και ανανέωσης του κόσμου, σε ένα είδος μεταλλείου κοσμικής δημιουργίας. Στον ερωτικό σύντροφο συντελείται το γεγονός μιας οντολογικής ανατροπής, η οποία ορίζει να νοηματοδοτείται το άπειρο από το περατωτικό. Η προσωπάγεια της ερωτικής διάθεσης οδηγεί αναπότρεπτα στο φυσικό αδύνατο.[7]

Έτσι όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, το αποτέλεσμα του ανευθεντικού αυτού έρωτα είναι η μη αποδοχή του αυτού γεγονότος, με αποτέλεσμα ο ερωτικός σύντροφος, στο πρόσωπο του οποίου συνέβη η απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου και ως εκ τούτου στην εμφάνιση του είχε στηριχθεί η ελπίδα για την είσοδο στην ατελεύτητη ερωτική πατρίδα, όπου ο ίμερος δεν ησυχάζει ποτέ και αναλίσκεται άσωτα σε ένα πασίχαρο κυνηγητό, να μεταβάλλεται σε καταστροφέα του ειδωλικού κόσμο που γύρω του είχε δημιουργηθεί από το εραστή/ερωμένη.

Μάλιστα η αναφορά των ερωτικών δυνατοτήτων σε ορισμένο πρόσωπο συνδυασμένη με την αξίωση της ατομικής κατοχής του προσώπου και αμαυρωμένη από το κύρος και το χρίσμα της κοινωνικής νομοτυπίας οδηγούν στην παγίωση ενός πάγιου ερωτικού καθεστώτος και καθιδρύουν την ερωτική συντέλεια.

Αυτή την ανευθεντικότητα του έρωτα της σημερινής εποχής την βλέπουμε να πραγματώνεται επι παραδείγματι στην γνωστή ατάκα από τον «Αλχημιστή» [8] του Πάουλο Κοέλο : «Αγάπη είναι να την κοιτάς στα μάτια, να λες “σ’ αγαπώ” και όλος ο κόσμος να φαντάζει μοναδικός μόνο κοιτώντας την».

ΠΗΓΗ: Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (15/12/2008, Ελλάς)


[1] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 190.

[2] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 217

[3] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 & 351 – σχόλιο 212,12 – 26 & σχόλιο 213,22.

[4] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 213.

[5] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 213 – 214.

[6] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.

[7] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.

[8] Ένα βιβλίο που το έχουν διαβάσει εκατομμύρια άνθρωποι, και όμως σχεδόν ουδείς αναγνωρίζει το ανόητο του πράγματος!
 
Copyright © 2010-2013. Ελληνικό Αρχείο - All Rights Reserved | Designed by Graphopoly Designs