Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Όρφικός ύμνος Ήρας
Ήρας, θυμίαμα ἀρώματα. Κυανέοις κόλποισιν ἐνημένη, ἀερόμορφε, ῞Ηρα παμβασίλεια, Διὸς σύλλεκτρε μάκαιρα, ψυχοτρόφους αὔρας θνητοῖς παρέχουσα προσηνεῖς, ὄμβρων μὲν μήτηρ, ἀνέμων τροφέ, παντογένεθλε· χωρὶς γὰρ σέθεν οὐδὲν ὅλως ζωῆς φύσιν ἔγνω· κοινωνεῖς γὰρ ἅπασι κεκραμένη ἠέρι σεμνῶι· πάντων γὰρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ᾽ ἀνάσσεις ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα. ἀλλά, μάκαιρα θεά, πολυώνυμε, παμβασίλεια, ἔλθοις εὐμενέουσα καλῶι γήθοντι προσώπωι. ἀλλά, μάκαρ, καθαραῖς γνώμαις μύσταισι συνέρχου, φαύλους δ’ ἐκτοπίους θ’ ὁρμὰς ἀπὸ τῶνδ’ ἀπόπεμπε. | Ήρας, θυμίαμα αρώματαΚαθισμένη σε γαλάζιους κόλπους, αερόμορφε συ Ήρα πού είσαι βασίλισσα των πάντων, μακαριά σύζυγος του Διός, και παρέχεις (προσφέρεις) εις τους ανθρώπους ήπιες αύρες, πού τρέφουν τάς ψυχάς. είσαι μητέρα των βροχών, τροφός των ανέμων, έχεις γεννήσει τα πάντα. Διότι χωρίς εσένα κανένα γενικώς πλάσμα δεν γνωρίζει την φύσιν της ζωής διότι συμμετέχεις εις όλα συγκερασμένη με τον σεβαστόν αέρα. Διότι μόνη εσύ είσαι κυρίαρχος όλων και όλων είσαι βασίλισσα και με αέρινες ορμητικές κινήσεις τινάσσεσαι (λούζεσαι) εις τα νερά. Αλλά συ ή μακαρία θεά πού έχεις πολλά ονόματα και είσαι ή βασίλισσα πάντων.είθε να μας έλθης ευμενής με ωραίο χαρούμενο πρόσωπο. |
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα - Ελύτης
Στην εκπομπή αυτή ο ποιητής ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ μιλά λίγο μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979). Η αφήγησή του ξεκινά με πληροφορίες για την καταγωγή του, τους τόπους όπου έζησε και τον επηρέασαν καθώς και για την προέλευση του ονόματός του. Στη συνέχεια αναφέρεται στην επίδραση των θαλασσινών τοπίων και της αιγαιοπελαγίτικης αισθητικής στην ποίησή του και μιλά για τη σύνδεσή του με τον υπερρεαλισμό, αν και ποτέ δεν υπήρξε αμιγώς υπερρεαλιστής ποιητής. Διευκρινίζει πώς αντιλαμβάνεται την «ελληνικότητα» και τη «διαφάνεια», έννοιες κεντρικές στην ποίησή του, ενώ ιδιαίτερη μνεία επιφυλάσσει στον ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, στην ποιητική παράδοση του οποίου θεωρεί ότι ανήκει.
Αναφερόμενος στο μείζον έργο του «Άξιον εστί», εξηγεί τον τρόπο που εργάστηκε για να δημιουργήσει μια ποιητική σύνθεση με αναλογίες χριστιανικής λειτουργίας, αλλά με θεματολογία που θα σχετιζόταν με τη σύγχρονη Ελλάδα και το δράμα της. Παραθέτει επίσης την εμπειρία του στο αλβανικό μέτωπο και πώς αυτή μετουσιώθηκε σε ποίηση στο «Άξιον εστί». Τέλος αναφέρεται στη σχέση του με τους νέους και ση φωνή που τους έδωσε για να εκφραστούν μέσω της ηρωίδας του ομώνυμου έργου του «Μαρία Νεφέλη». Στη διάρκεια της εκπομπής το έργο του ποιητή σχολιάζουν ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ και ο μεταφραστής ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΑΡ.
Ιωνικόν - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)
Εις Σάμον - Ανδρέας Κάλβος
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος·
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.-
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.
[δ'-κγ']
Εάν φιλοτιμούμεθα
‘να την ξαναποκτήσωμεν
μ’ ίδρωτα και με αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης.
Ανδρέας Κάλβος, Ωδή τετάρτη, εις Σάμον
Φράσεις ξένων λογίων για την Ελλάδα
“Deorum lingua est lingua Graecorum”
(Η γλώσσα των θεών είναι η Ελληνική γλώσσα)
“Totum Graecorum est”
(Όλα είναι Ελληνικά) *['Ολα προέρχονται από τους Έλληνες]
“Nihil Graeciae humanum, nihil sanctum”
(Τίποτα δεν είναι πιο ανθρώπινο, πιο ιερό από την Ελλάδα)
Marcus Tullius Cicero (106 b.c. – 43 b.c.) [Λατίνος Κλασικός]
“‘Though Greece was conquered, she defeated the conqueror
and imported the arts in the uncivilized Latium””
(Παρ’ ότι η Ελλάς κατακτήθηκε, αυτή νίκησε τον κατακτητή
και εισήγαγε τις τέχνες στο απολίτιστο Λάτιο)
Quintus Horatius Flaccus (65 b.c. – 8 b.c.) [Ρωμαίος λυρικός ποιητής]
“What the mind and the heart is for a human being, Greece is for humanity”
(Ότι το μυαλό και η καρδιά είναι για το ανθρώπινο σώμα, είναι η Ελλάς για την ανθρωπότητα)
Johann Wolfgang von Goethe (1749-1832) [Γερμανός συγγραφεύς]
“Damned Greek, you found everything; philosophy, geometry,
physics, astronomy… you left nothing for us”
(Καταραμένε Έλληνα ανακάλυψες τα πάντα, φιλοσοφία, γεωμετρία,
φυσική, αστρονομία… δεν άφησες τίποτα για εμάς)
Johann Christoph Friedrich von Schiller (1759-1805)
[Γερμανός ποιητής, φιλόσοφος και Ιστορικός]
“Greece was the real cradle of liberty in which the earliest
republics were rocked. We are the pupils of the great men,
in all the principles of science, of morals, and of good government”.
(Η Ελλάς υπήρξε το αληθινό λύκνο της ελευθερίας στο οποίο σφυριλατήθηκαν
οι πρώτες πολιτείες. Εμείς είμαστε οι μαθητές [αυτών] των μεγάλων ανδρών,
σε όλες τις αρχές της επιστήμης, της ηθικής και της καλής διακυβέρνησης)
William Cullen Bryant (1794-1878) [Αμερικανός ρομαντικός ποιητής]
"If in the library of your house you do not have the works of the ancient
Greek writers, then you live in a house with no light”.
(Εαν στη βιβλιοθήκη του στπιτιού σου δεν έχεις τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων,
τότε ζεις σε ενα σπίτι χωρίς φως)
George Bernard Shaw (1794-1878) [Ιρλανδός θεατρικός συγγραφεύς]
“If it is true that the violin is the most perfect of musical instruments,
then Greek is the violin of human thought”
(Εαν αληθεύει πως το βιολί είναι το τελειότερο των μουσικών οργάνων,
τότε Ελληνικό είναι το “βιολί” της ανθρώπινης σκέψης)
Helen Adams Keller (1880-1968) [Αμερικανίδα συγγραφευς, "ακτιβίστρια" και λέκτωρ]
“The only way for us to become great, or even inimitable if possible, is to imitate the Greeks”
(Ο μόνος τρόπος για εμάς να γίνουμε σπουδαίοι ή ακόμη και απαράμιλλοι, αν αυτό είναι δυνατό, είναι να μιμηθούμε τους Έλληνες)
Johann Joachim Winckelmann (1717-1768) [Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος]
“We have to admit that the whole Islam, except the religion, was Greek.
Betrayal against the Greeks by the Islamic nations, equals betrayal against their own nature”
(Πρέπει να παραδεχτούμε πως όλο το Ισλαμ, εκτός της θρησκείας, ήταν Ελληνικό. Προδοσία
ενάντια των Ελλήνων από τα Ισλαμικά έθνη, ισούται με προδοσία ενάντια στην ίδια τους τη φύση)
Ibn Khaldun (1332-1406) [Άραβας ιστορικός, λόγιος, θεολόγος και πολιτικός]
“Except the blind forces of nature, nothing moves in this world which is not Greek in its origin”
(Εκτός των τυφλών δυνάμεων της φύσεως, τίποτα δεν κινείται σε αυτόν τον κόσμο
που να μην είναι Ελληνικό στις καταβολές του)
Sir Henry James Sumner Maine (1822-1888) [Συγκριτικός νομολόγος και ιστορικός]
“In the Greeks alone we find the idea of that which we would like to be and produce… from the Greeks we take something more than earthly – almost godlike”.
(Στους Έλληνες και μόνο βρίσκουμε την ιδέα αυτού που θα θέλαμε να είμαστε και να παράγουμε… από τους Έλληνες παίρνουμε κάτι περισσότερο από γήινο – σχεδόν θεϊκό)
Wilhelm Von Humboldt (1767-1835) [Διπλωμάτης, φιλόσοφος και λόγιος]
“It is great to descent from Greece, the land that gave the light to the world”
(Είναι σπουδαίο να κατάγεσαι από την Ελλάδα, τη χώρα που έδωσε το φως στον κόσμο)
Victor Hugo (1802-1855) [Γάλλος ποιητής]
“We are children of the Greeks”
(Είμαστε παιδιά των Ελλήνων.)
Frederich II Βασιλιάς της Πρωσσίας (1712-1786)
Ύμνος προς τη Δήμητρα - 'Ομηρος
Εις Δήμητραν (Ομήρου)
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Οι Ομηρικοί Ύμνοι αποτελούν μια συλλογή αρχαίων ελληνικών ύμνων σε μέτρο δακτυλικό εξάμετρο, το ίδιο που χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Στην Αρχαιότητα, οι ύμνοι αυτοί αποδίδονταν στον Όμηρο: η πρώτη αναφορά σε αυτούς σε γραπτό κείμενο γίνεται από τον Θουκυδίδη (iii.104).Ορθώς ο Wolf στα Prolegomena ad Homerum έβγαλε το συμπέρασμα ότι αυτοί οι ύμνοι χρησίμευαν στους ραψωδούς ως προεισαγωγή στις επικές απαγγελίες.
Οι παλαιότεροι από αυτούς γράφτηκαν κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. κι έτσι βρίσκονται ανάμεσα στα αρχαιότερα μνημεία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ομηρικοί ύμνοι γράφτηκαν κατά την Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), μερικοί θεωρούνται ως έργα της Ελληνιστικής Περιόδου.
Ολυμπιακός Ύμνος - Κωστής Παλαμάς
Ο Ολυμπιακός Ύμνος είναι μια μουσική σύνθεση που συντέθηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896 από τον Σπύρο Σαμάρα, σε ποίηση του Κωστή Παλαμά.
Κατά τις επόμενες Ολυμπιάδες, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα ανέθετε σε διάφορους συνθέτες τη σύνθεση ενός ξεχωριστού ύμνου. Το 1958 όμως ο ύμνος των Σαμάρα / Παλαμά επελέγη από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ως ο επίσημος ύμνος του Ολυμπιακού Κινήματος και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960 ανακρούεται στις τελετές έναρξης και λήξης κάθε Ολυμπιάδας, συνήθως μεταγλωττισμένος στη γλώσσα της διοργανώτριας χώρας.
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός
Σε ορισμένες περιπτώσεις η λέξη «Θάλασσες» (πρώτος στίχος τρίτης στροφής) αντικαθίσταται από τη λέξη «Πέλαγα», χωρίς ωστόσο να αλλοιώνεται το πνεύμα του ποιητή.
Η Μικτή Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Βαρκελώνη 1992
Ατλάντα 1996
Beijing 2008
Βαρκελώνη 1992
Ατλάντα 1996
Beijing 2008
"Έλληνες: Οι Ηνίοχοι των πολιτισμών" (Φρειδερίκος Νίτσε)
Φρειδερίκος Νίτσε, ("Η Γένεση της Τραγωδίας", κεφ. XV, 1872)
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το Ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε από αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με "Αχίλλειο πήδημα".
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το Ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε από αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με "Αχίλλειο πήδημα".
"Καταραμένε Έλληνα,
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση. Γιατί να σ' αγγίξω;"
Σίλερ 1759-1805, Γερμανός συγγραφέας και ποιητής.
Ο Θρήνος της Αντιγόνης - Σοφοκλής

Η Αντιγόνη μπροστά στον νεκρό Πολυνείκη. Εθνική Πινακοθήκη, Νικηφόρος Λύτρας (1865)
Η Αντιγόνη είναι αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή που παρουσιάστηκε πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια του 442 π.Χ.. Το θέμα της προέρχεται από τον Θηβαϊκό κύκλο, απ' όπου ο Σοφοκλής άντλησε υλικό και για δύο άλλες τραγωδίες, τον Οιδίποδα Τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Τα επεισόδια από τα οποία προέρχεται το υλικό της Αντιγόνης είναι μεταγενέστερα χρονολογικά από τα επεισόδια των τραγωδιών για τον Οιδίποδα, αλλά η Αντιγόνη είναι προγενέστερη από αυτές. Θέμα της είναι η προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Έτσι η Αντιγόνη θέτει την τιμή των θεών και την αγάπη προς τον αδερφό της υπεράνω των ανθρώπινων νόμων.
Η Αντιγόνη ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα που απέκτησε με την Ιοκάστη, βασίλισσα της Θήβας, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν η φυσική μητέρα του. Τα άλλα παιδιά τους ήταν η Ισμήνη, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Ο Οιδίποδας είχε καταραστεί τους γιους του να διαφωνήσουν για το μοίρασμα της κληρονομιάς και να αλληλοσκοτωθούν, επειδή είχαν παραβιάσει κάποιες διαταγές του.
Όταν ο Οιδίποδας ανακάλυψε την αλήθεια για την καταγωγή του αυτοεξορίστηκε και τα δύο αδέρφια συμφώνησαν να διακυβερνούν εναλλάξ ανά ένα χρόνο. Μετά το πρώτο έτος ο Ετεοκλής αρνήθηκε να δώσει το θρόνο στον Πολυνείκη και αυτός έφυγε από τη Θήβα, πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου και οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Θήβας. Η εκστρατεία απέτυχε και οι δύο αδερφοί σκοτώθηκαν σε μονομαχία. Το θρόνο πήρε τότε ο Κρέων, αδερφός της Ιοκάστης, που διέταξε το πτώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, επειδή πρόδωσε την πατρίδα του.
Ακολουθεί έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα και στη συνέχεια έρχεται στη σκηνή και η Ισμήνη, που κατηγορείται από το βασιλιά για συνεργασία. Αν και δεν είχε αναμιχθεί στην ταφή, αποδέχεται τις κατηγορίες και ο Κρέοντας αποφασίζει να τιμωρήσει και τις δύο.
Στην συνέχεια εμφανίζεται ο Αίμονας, γιος του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης, που συγκρούεται με τον πατέρα του για το θέμα της ταφής και την τιμωρία της Αντιγόνης. Αδυνατώντας να μεταπείσει τον Κρέοντα, φεύγει από τη σκηνή αφήνοντας την απειλή ότι θα αυτοκτονήσει. Η μόνη παραχώρηση που κάνει ο Κρέοντας είναι να αθωώσει την Ισμήνη και να μην θανατώσει την Αντιγόνη, αλλά να την φυλακίσει ώστε να αποφύγει το μίασμα. Ετσι μετέτρεψε την ποινή της Αντιγόνης, που πλέον θα φυλακιζόταν σε έναν υπόγειο θολωτό τάφο, για να πεθάνει από ασιτία.
Η ηρωίδα αποχαιρέτησε τους συμπολίτες της, θρηνώντας για την κακή της μοίρα...
Αρχαίο Κείμενο | Μετάφραση |
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ’ ὀλωλότων· (895) ὧν λοισθία ’γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου. Ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ’ ἐν ἐλπίσιν τρέφω φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί, μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα· (900) ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους χοὰς ἔδωκα· νῦν δέ, Πολύνεικες, τὸ σὸν δέμας περιστέλλουσα τοιάδ’ ἄρνυμαι. Καίτοι σ’ ἐγὼ ’τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ. (905) Οὐ γάρ ποτ’ οὔτ’ ἂν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν, οὔτ’ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο, βίᾳ πολιτῶν τόνδ’ ἂν ᾐρόμην πόνον. Τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω; πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν, (910) καὶ παῖς ἀπ’ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον· μητρὸς δ’ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν οὐκ ἔστ’ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ. Τοιῷδε μέντοι σ’ ἐκπροτιμήσασ’ ἐγὼ νόμῳ, Κρέοντι ταῦτ’ ἔδοξ’ ἁμαρτάνειν (915) καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα. Καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς, ἀλλ’ ὧδ’ ἔρημος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος (920) ζῶσ’ εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς· ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; Τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι βλέπειν; τίν’ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ’ ἐκτησάμην. (925) Ἀλλ’ εἰ μὲν οὖν τάδ’ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά, παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες· εἰ δ’ οἵδ’ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ. ΧΟ. Ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ (930) ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ’ ἔχουσιν. ΚΡ. Τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ’ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ. ΑΝ. Οἴμοι, θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτω τοὔπος ἀφῖκται. (935) ΚΡ. Θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι. ΑΝ. Ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῖς, ἄγομαι δὴ ’γὼ κοὐκέτι μέλλω. (940) Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι, τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω, τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα. | Ω τάφε μου, ω νυφιάτικό μου, ω αιώνια, βαθιά στη γη σκαμμένη κατοικιά μου, για σένα τώρα ξεκινώ να πάω προς τους δικούς μου, που ένα τόσο πλήθος έχει δεχτή απ' αυτούς η Περσεφόνη· στερνή τους τώρα εγώ και πολύ πιο άθλια πριν να 'ρθη ακόμα η ώρα μου πηγαίνω· μα όταν θα φτάσω βέβαιη θρέφω ελπίδα να με δεχτή ο πατέρας μου με αγάπη, με αγάπη και συ, μάννα μου, με αγάπη, και συ, αδερφέ μου πολυλατρεμένε· γιατί νεκρούς μ' αυτά μου εγώ τα χέρια σας έλουσα, σας στόλισα και μ' όλα τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα· και τώρα, για να θάψω, Πολυνείκη, το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω· κι όμως δίκαια σε τίμησα, όπως κρίνουν όσοι έχουν γνώση, γιατί εγώ ποτέ μου μήτε παιδιών αν ήμουνα μητέρα, μητ' αν νεκρός ο άντρας μου εσεπόνταν, δε θα 'παιρνα πάνω μου τέτοιο αγώνα ενάντια στην απόφαση της χώρας. Και χάρη σε ποιο νόμο αυτό που λέω; Ο άντρας αν μου πεθάνη, θα μπορούσα κι άλλον να πάρω, και παιδί να κάμω απ' άλλον άντρα, αν θα 'χανα το πρώτο· μα μια που μόχουν μάννα και πατέρας στον Άδη κατεβή, δεν είναι τρόπος ποτέ να γεννηθή αδερφός για μένα· κι ενώ μ' αυτό το νόμο πάνω απ' όλους σ' έβαλα εγώ, μυριάκριβε αδερφέ μου, έγκλημα ο Κρέοντας έκρινε και τόλμη ανήκουστη την πράξη αυτή, και τώρα με παίρνει έτσι απ' τα χέρια και με σέρνει πριν τις χαρές του υμέναιου να γνωρίσω, πρι δω άντρα πλάι μου, πριν παιδιά αναστήσω, μα έτσι παρατημένη από τους φίλους, ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα στων πεθαμένων τα λημέρια, ενώ ποιο νόμο των θεών έχω πατήση; και γιατί πρέπει πια η δυστυχισμένη να ελπίζω στους θεούς; ποιο σύμμαχό μου να κράξω, όταν με την ευσέβειά μου της ασεβείας την καταδίκη βρήκα; μ' αν περνούν στους θεούς αυτά για δίκια, πεθαίνοντας θα ομολογούσα τότε πως ένοχη πεθαίνω, αν όμως οι άλλοι έχουν την αμαρτία, ειθ' ας μην πάθουν πιο πολλ' απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν. ΧΟΡΟΣ Πάντ' ακόμα το ίδιο φύσημα του ανέμου την κρατά και δεν το λέει να την αφήση. ΚΡΕΟΝΤΑΣ Μα γι' αυτό θα κλάψουν που έτσι αργούνε τούτοι εδώ, που έχω προστάξη να την πάνε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αχ αλλίμονό μου, αυτός ο λόγος την ολόστερνη την ώρα μου σημαίνει. ΚΡΕΟΝΤΑΣ Δε σου συνιστώ πολύ να ελπίζης πως αυτό που λες δε θ' αληθέψη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω της Θήβας πατρική μου πόλη, ω πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας, πάει τέλειωσε, με παίρνουν βλέπετε, άρχοντες της Θήβας, τη στερνή βασιλοπούλα σας, τι παθαίνω κι από ποιους, γιατί φύλαξα το σέβας στους θεούς. |
Η Φιλία και ο Έλεος - Κορνήλιος Καστοριάδης
Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στο εξαιρετικό βιβλίο «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι» (εκδ. «Κριτική. Επιστημονική Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία... Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει...
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ' άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική - θα επανέλθω επ' αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ' όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ' όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ' όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.
Όπως και να 'χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής - ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.
Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία... Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει...
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ' άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική - θα επανέλθω επ' αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ' όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ' όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ' όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.
Όπως και να 'χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής - ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.
Εν μεγάλη Ελληνική αποικία - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.-
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.-
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά - Οδυσσέας Ελύτης
Ένα υπέροχο πεζό του μεγάλου ποιητού μας, από τα τελευταία έργα του. Σ' ένα νησί του Αιγαίου ο ποιητής, παρέα με την φύση και λίγους απλούς νησιώτες, στοχάζεται την ομορφιά και το ήθος της Ελληνικής Φύσης, και πώς αυτή έχει βαθειά ποτίσει τους απλούς ανθρώπους του λαού, το ήθος των ανθρώπων και τον πολιτισμό τους, από τα χρόνια των Μινωιτών μέχρι και σήμερα.
Δύο σημεία από το έργο αυτό είναι πολύ γνωστά: Το πρώτο, αυτό που γράφει για την γλώσσα και την ορθογραφία: «το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος ... κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών ... περιστερώνες και γλάστρες με γεράνια ...»
Το δεύτερο, τό αναφέρει συχνά ο Χρήστος Γιανναράς: «... το πόση ευγένεια παράγουν (οι λαοί), ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».
πηγή
Ποιός είδε κράτος λιγοστό - Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Ο παγκόσμιος θαυμασμός για την Ελληνική γλώσσα
Στο έργο «Σύντοµη ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» του διάσηµου γλωσσολόγου Α. Meillet, υποστηρίζεται µε σθένος η ανωτερότητα της Ελληνικής έναντι των άλλων γλωσσών.
Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ είχε δηλώσει:
«Στην Ελληνική υπάρχει ένας ίλιγγος λέξεων, διότι µόνο αυτή εξερεύνησε, κατέγραψε και ανέλυσε τις ενδότατες διαδικασίες της οµιλίας και της γλώσσης, όσο καµία άλλη γλώσσα.»
Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολτέρος είχε πει «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών.»
Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Κάρολος Φωριέλ είπε: «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ότι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης.»
Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας.»
Theodore F. Brunner (Ιδρυτής του TLG και διευθυντής του µέχρι το 1997)
«Σε όποιον απορεί γιατί ξοδεύτηκαν τόσα εκατοµµύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής, απαντούµε: Μα πρόκειται για την γλώσσα των προγόνων µας και η επαφή µε αυτούς θα ßελτιώσει τον πολιτισµό µας.»
Η τυφλή Αμερικανίδα συγγραφέας Έλεν Κέλλερ είχε πει «Αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η Ελληνική γλώσσα είναι το βιολί του ανθρώπινου στοχασμού.»
Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832)
«Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώµης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαµπερό µέσα στη νύχτα.»
Διάλογος του Γκαίτε µε τους µαθητές του:
-Δάσκαλε τι να διαßάσουµε για να γίνουµε σοφοί όπως εσύ;
-Τους Έλληνες κλασικούς.
-Και όταν τελειώσουµε τους Έλληνες κλασικούς τι να διαßάσουµε;
-Πάλι τους Έλληνες κλασικούς.
Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώµης, 106-43 π.Χ.)
«Εάν οι θεοί µιλούν, τότε σίγουρα χρησιµοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων.»
Χάµφρι Κίτο (Άγγλος καθηγητής στο πανεπιστήµιο του Μπρίστολ, 1968)
«Είναι στη φύση της Ελληνικής γλώσσας να είναι καθαρή, ακριßής και περίπλοκη. Η ασάφεια και η έλλειψη άµεσης ενοράσεως που χαρακτηρίζει µερικές φορές τα Αγγλικά και τα Γερµανικά, είναι εντελώς ξένες προς την Ελληνική γλώσσα.»
Ιρίνα Κοßάλεßα (Σύγχρονη Ρωσίδα καθηγήτρια στο πανεπιστήµιο Λοµονόσοφ, 1995)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι όµορφη σαν τον ουρανό µε τα άστρα.»
R. H. Robins (Σύγχρονος Άγγλος γλωσσολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήµιου του Λονδίνου)
«Φυσικά δεν είναι µόνο στη γλωσσολογία όπου οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι για την Ευρώπη. Στο σύνολό της η πνευµατική ζωή της Ευρώπης ανάγεται στο έργο των Ελλήνων στοχαστών. Ακόµα και σήµερα επιστρέφουµε αδιάκοπα στην Ελληνική κληρονοµιά για να ßρούµε ερεθίσµατα και ενθάρρυνση.»
Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας – Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδηµίας της Βασκονίας)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονοµιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιµένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.»
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργηµένων ατόµων.»
«Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή.»
Ερρίκος Σλίµαν (Διάσηµος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890)
«Επιθυµούσα πάντα µε πάθος να µάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοßόµουν πως η ßαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα µε απορροφούσε τόσο πολύ που θα µε αποµάκρυνε από τις άλλες µου δραστηριότητες.» (Ο Σλίµαν µίλαγε άψογα 18 γλώσσες. Για 2 χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το να µελετάει τα 2 έπη του Οµήρου).
Γεώργιος Μπερνάρ Σο (Μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, 1856-1950) «Αν στη ßιßλιοθήκη του σπιτιού σας δεν έχετε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τότε µένετε σε ένα σπίτι δίχως φως.»
Τζέιµς Τζόις (Διάσηµος Ιρλανδός συγγραφέας, 1882-1941)
«Σχεδόν φοßάµαι να αγγίξω την Οδύσσεια, τόσο καταπιεστικά αφόρητη είναι η οµορφιά.»
Ίµπν Χαλντούν (Ο µεγαλύτερος Άραßας ιστορικός)
«Που είναι η γραµµατεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονοµήσει την γραµµατεία των Ελλήνων µόνον.»
Will Durant (Αµερικανός ιστορικός και φιλόσοφος, καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Columbia)
«Το αλφάßητον µας προήλθε εξ Ελλάδος δια της Κύµης και της Ρώµης. Η Γλώσσα µας ßρίθει Ελληνικών λέξεων. Η επιστήµη µας σφυρηλάτησε µίαν διεθνή γλώσσα διά των Ελληνικών όρων. Η γραµµατική µας και η ρητορική µας, ακόµα και η στίξης και η διαίρεσης εις παραγράφους… είναι Ελληνικές εφευρέσεις. Τα λογοτεχνικά µας είδη είναι Ελληνικά – το λυρικόν, η ωδή, το ειδύλλιον, το µυθιστόρηµα, η πραγµατεία, η προσφώνησις, η ßιογραφία, η ιστορία και προ πάντων το όραµα. Και όλες σχεδόν αυτές οι λέξεις είναι Ελληνικές.»
Ζακλίν Ντε Ροµιγί (Σύγχρονη Γαλλίδα Ακαδηµαϊκός και συγγραφεύς)
«Η αρχαία Ελλάδα µας προσφέρει µια γλώσσα, για την οποία θα πω ότι είναι οικουµενική.»
«Όλος ο κόσµος πρέπει να µάθει Ελληνικά, επειδή η Ελληνική γλώσσα µας ßοηθάει πρώτα από όλα να καταλάßουµε την δική µας γλώσσα.»
Μπρούνο Σνελ (Διαπρεπής καθηγητής του Πανεπιστηµίου του Αµßούργου)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι το παρελθόν των Ευρωπαίων.»
Φραγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστηµίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδηµίας προς διάδοσιν του πολιτισµού)
«Έλληνες να είστε περήφανοι που µιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και µητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραµελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που µας έχουν αποµείνει και ταυτόχρονα το διαßατήριό σας για τον παγκόσµιο πολιτισµό.»
Ο. Βαντρούσκα (Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης)
«Για έναν Ιάπωνα ή Τούρκο, όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν φαίνονται ως ξεχωριστές, αλλά ως διάλεκτοι µιας και της αυτής γλώσσας, της Ελληνικής.»
Peter Jones (Διδάκτωρ – καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης ο οποίος συνέταξε µαθήµατα αρχαίων Ελληνικών προς το αναγνωστικό κοινό, για δηµοσίευση στην εφηµερίδα «Daily Telegraph»)
«Οι Έλληνες της Αθήνας του 5ου και του 4ου αιώνος είχαν φθάσει την γλώσσα σε τέτοιο σηµείο, ώστε µε αυτήν να εξερευνούν ιδέες όπως η δηµοκρατία και οι απαρχές του σύµπαντος, έννοιες όπως το θείο και το δίκαιο. Είναι µιά θαυµάσια και εξαιρετική γλώσσα.»
Ντε Γρόοτ (Ολλανδός καθηγητής Οµηρικών κειµένων στο πανεπιστήµιο του Μοντρεάλ)
«Η Ελληνική γλώσσα έχει συνέχεια και σε µαθαίνει να είσαι αδέσποτος και να έχεις µιά δόξα, δηλαδή µιά γνώµη. Στην γλώσσα αυτή δεν υπάρχει ορθοδοξία. Έτσι ακόµη και αν το εκπαιδευτικό σύστηµα θέλει ανθρώπους νοµοταγείς – σε ένα καλούπι – το πνεύµα των αρχαίων κειµένων και η γλώσσα σε µαθαίνουν να είσαι αφεντικό.»
Gilbert Murray (Καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης)
«Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα. Συχνά διαπιστώνει κανείς ότι µιά σκέψη µπορεί να διατυπωθεί µε άνεση και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και ßαρειά στην Λατινική, Αγγλική, Γαλλική ή Γερµανική. Είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων.»
Max Von Laye (Βραßείον Νόµπελ Φυσικής)
«Οφείλω χάριτας στην θεία πρόνοια, διότι ευδόκησε να διδαχθώ τα αρχαία Ελληνικά, που µε ßοήθησαν να διεισδύσω ßαθύτερα στο νόηµα των θετικών επιστηµών.»
E, Norden (Μεγάλος Γερµανός φιλόλογος)
«Εκτός από την Κινεζική και την Ιαπωνική, όλες οι άλλες γλώσσες διαµορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της Ελληνικής, από την οποία πήραν, εκτός από πλήθος λέξεων, τους κανόνες και την γραµµατική.»
Martin Heidegger (Γερµανός φιλόσοφος, απο τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισµού του 20ου αιώνος)
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα ανήκει στα πρότυπα, µέσα από τα οποία προßάλλουν οι πνευµατικές δυνάµεις της δηµιουργικής µεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει στην σκέψη, είναι η πιό ισχυρή και συνάµα η πιό πνευµατώδης από όλες τις γλώσσες του κόσµου.»
David Crystal (Γνωστός Άγγλος καθηγητής, συγγραφεύς της εγκυκλοπαίδειας του Cambridge για την Αγγλική)
«Είναι εκπληκτικό να ßλέπεις πόσο στηριζόµαστε ακόµη στην Ελληνική, για να µιλήσουµε για οντότητες και γεγονότα που ßρίσκονται στην καρδιά της σύγχρονης ζωής.»
Μάικλ Βέντρις (Ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε την Γραµµική γραφή Β’)
«Η αρχαία Ελληνική Γλώσσα ήταν και είναι ανωτέρα όλων των παλαιοτέρων και νεοτέρων γλωσσών.»
R.H. Robins (Γλωσσολόγος και συγγραφεύς)
«Ο Ελληνικός θρίαµßος στον πνευµατικό πολιτισµό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τοµείς [...]. Τα επιτεύγµατά τους στον τοµέα της γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στην θεωρία της γραµµατικής και στην γραµµατική περιγραφή της γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε να αξίζει να µελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Επίσης είναι τέτοια που να εµπνέουν την ευγνωµοσύνη και τον θαυµασµό µας.»
Luis José Navarro (Αντιπρόεδρος στο εκπαιδευτικό πρόγραµµα «Ευρωκλάσσικα» της Ε.Ε.)
«Η Ελληνική γλώσσα για µένα είναι σαν κοσµογονία. Δεν είναι απλώς µιά γλώσσα…»
Juan Jose Puhana Arza (Βάσκος Ελληνιστής και πολιτικός)
«Οφείλουµε να διακηρύξουµε ότι δεν έχει υπάρξει στον κόσµο µία γλώσσα η οποία να δύναται να συγκριθεί µε την κλασσική Ελληνική.»
Ζακ Λανγκ (Γάλλος Υπουργός Παιδείας)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι µία γλώσσα η οποία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις προϋποθέσεις µιας γλώσσης διεθνούς… εγγίζει αυτές τις ίδιες τις απαρχές του πολιτισµού… η οποία όχι µόνον δεν υπήρξε ξένη προς ουδεµία από τις µεγάλες εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύµατος, στην θρησκεία, στην πολιτική, στα γράµµατα, στις τέχνες, στις επιστήµες, αλλά υπήρξε και το πρώτο εργαλείο, – προς ανίχνευση όλων αυτών – τρόπον τινά η µήτρα… Γλώσσα λογική και συγχρόνως ευφωνική, ανάµεσα σε όλες τις άλλες…»
Άσμα Πολεμιστήριον - Αδαμάντιος Κοραής
Α
Φίλοι μου συμπατριώται,
Δούλοι νά 'μεθα ώς πότε
Των αχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ελλάδος των τυράννων;
Εκδικήσεως η ώρα
Έφθασεν, ω φίλοι, τώρα·
H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,
Με τα δάκρυα μας κράζει:
«Τέκνα μου, Γραικοί γενναίοι,
Δράμετ' άνδρες τε και νέοι·
K' είπατε μεγαλοφώνως,
Είπατε τ' όλοι συμφώνως,
Ασπαζόμεν' είς τον άλλον
M' ενθουσιασμόν μεγάλον:
Έως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA»
Β
Με μεγάλην αφροσύνην
Των Γραικών και καταισχύνην,
Τούρκος, φευ! μας ετυράννει,
Και αλλού που δεν εφάνη
Τόση βία κ' αδικία,
Τόση καταδυναστεία
Των αχρειεστάτων Τούρκων,
Των αγρίων Μαμαλούκων,
Ήσαν όλα εις τας χείρας·
K' αν απέθνησκε της πείνας,
O Γραικός εσιωπούσε,
Να λαλήση δεν τολμούσε.
Έως πότε Μουσουλμάνους
Υποφέρομεν τυράννους;
Έως πότε η δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Γ
Πού νυν τέχνη; Πού 'πιστήμη;
Πού Γραικών η τόση φήμη;
Κατηργήθησαν, φευ! όλα·
K' αντ' αυτών πάσχομεν τώρα
Μουσουλμάνων τυραννίαν,
Αμαθίαν και πτωχείαν,
Βάσανα, μόχθους και πόνους,
Μάστιγας, σφαγάς και φόνους,
Και ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,
Στερευμόν πάσης ελπίδος.
Όλ' αυτά συλλογισθήτε,
Τους προγόνους μιμηθήτε,
Ω Γραικοί ανδρειωμένοι,
K' είπατ' όλοι ενωμένοι:
«Έως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Δ
Των Γραικών το μέγα γένος,
Το εξακουσμένον έθνος,
Εις Ανατολήν και Δύσιν,
Ως να μην ήν' εις την φύσιν,
Μήτ' ακούεται καθόλου
Εξ ενός ως άλλου πόλου.
Ταύτα κάμν' η τυραννία,
Μουσουλμάνων η αγρία.
Αλλά ήλθε τέλος πάντων,
Μεταξύ τόσων συμβάντων,
Εκδικήσεως η ώρα·
K' οι Γραικοί φωνάζουν τώρα,
Αλαλάζοντες με κρότον:
«Έλαμψε μετά τον σκότον,
Έλαμψεν η σωτηρία·
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Ε
Εις τυράννων την θυσίαν,
Άπαντες με προθυμίαν,
Έρχοντ' άλλος αλλαχόθεν
Της Ελλάδος πανταχόθεν·
Ως εις εορτήν συντρέχουν,
Ως πανήγυριν την έχουν.
Και δεν στέργεται κανένας
Απ' αυτούς, μικρός ή μέγας,
Εξοπίσω να 'πομείνη,
Είναι, λέγει, καταισχύνη.
Τους υιούς των οι πατέρες
Εγκαρδιώνουν, κ' αι μητέρες·
«Εύγε! τέκνα μου» τους λέγουν,
K' εις τον πόλεμον τους στέλλουν·
Έως πότε η δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Στ
Τα σπαθία των γυμνωμένα,
Προς τον ουρανόν στρεμμένα,
Σταυρωμένα τα κλονούσι,
Όσον να σπινθοβολούσι·
K' ασπαζόμεν' είς τον άλλον,
Όρκον κάμνουσι μεγάλον,
Τότε μόνον να τ' αφήσουν
Αφ' ού τους εχθρούς νικήσουν.
Ναι μα Πίστιν! μα ΠΑΤΡΙΔA!
Μα την εις θεόν ελπίδα!
Της Ελλάδος η πριν δόξα,
Με των τέκνων της τα τόξα,
Θέλει πάλιν επιστρέψη,
Νέους Ήρωας να στέψη.
Έως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Ζ
Τρόπαια του Μαραθώνος
Δεν ηφάνισεν ο χρόνος,
Μήτε Σαλαμίνος έργα
Των Ελλήνων (Θαύμα μέγα!).
Οι Γραικοί τ' ανιστορούνται,
Και καλά τα ενθυμούνται.
Πρόγονοί των είν' ο Μίνως,
Λυκούργος, Σόλων εκείνος,
Μιλτιάδης, Λεωνίδης,
Μετ' αυτών ο Αριστείδης,
Και Θεμιστοκλής ο μέγας·
Ως αυτοί άλλος κανένας.
Σιωπώ τοσούτους άλλους,
Άνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.
Έως πότε η δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Η
Τούτους οι Γραικοί μιμούνται,
Τούρκους πλέον δεν φοβούνται.
Την ζωήν καταφρονούσι,
Τους τυράννους δεν ψηφούσι,
Παρά να υποταχθώσι,
Προτιμούν να φονευθώσι.
Εις Γραικούς κόποι και πόνοι
Είν' ουδέν· Μόνοι και μόνοι
Τους εχθρούς να πολεμήσουν
Δύνανται, και να νικήσουν.
Αλλά τί δεν θέλουν κάμει,
Όταν μετ' αυτών οι Γάλλοι,
Ενωθώσιν εις έν σώμα;
Δεν φοβούνται πλέον πτώμα.
Έως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Θ
Θαυμαστοί Γενναίοι Γάλλοι,
Κατ' εσάς δεν είναι άλλοι,
Πλην Γραικών, ανδρειωμένοι,
K' εις τους κόπους γυμνασμένοι.
Φίλους της ελευθερίας,
Των Γραικών της σωτηρίας,
Όταν έχωμεν τους Γάλλους,
Τίς η χρεία από άλλους;
Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι,
Με φιλίαν ενωμένοι,
Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι,
Αλλ' έν έθνος Γραικογάλλοι,
Κράζοντες, «Αφανισθήτω,
K' εκ της γης εξαλειφθήτω
H κατάρατος δουλεία!
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Ο Ελληνικός πεσιμισμός - Δημήτρης Λιαντίνης
Θα αναλύσουμε τα τέσσερα σημεία που δείχνουν την κακή πορεία της παιδείας μας.
Το πρώτο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι ότι δεν μας έμαθαν ποτές, πως οι έλληνες στάθηκαν ένας κόσμος άκρα μελαγχολικός. Το καθημέρα των ελλήνων είναι το όρος Σίπυλο της Νιόβης, όπου όλες οι βρύσες στάζουνε λύπη. Η λιγνή Ελλάδα ήταν μία κλαίουσα ιτιά. Εδώ ως και τα ζώα μύρουνται και δακρύζουν. Θυμήσου, για παράδειγμα, τα δάκρυα που χύνανε τα άλογα του Αχιλλέα [Ομήρου, Ρ 437-8].
Στη χλωρίδα του ελληνικού στοχασμού βασιλεύουν τα κλαδιά των νεκρών. Το κυπαρίσσι και ο ασφόδελος. Ούτε πριν ούτε μετά, κανένας λαός δεν ερεύνησε τα άγνωστα της φύσης και τα μυστήρια της ψυχής, για να φτάσει το βαθύ σκοτάδι και το συμπαγές μηδέν που φτάσανε οι έλληνες.
Κανένας λαός δεν βυθίστηκε όσο οι έλληνες στη μαύρη χολή του απαίσιου και της ματαιότητας. Μαύρη χολή. Μελαγχολία αλλιώς. Βούδας, Σοπενχάουερ και όλες οι φιλοσοφίες του πεσσιμισμού και της άρνησης, μπροστά στον καημό των ελλήνων είναι αθλοπαιδιές και αθύρματα. Και καμία θεωρία που υψώθηκε στο γενικό δεν άφηκε να της ξεφύγουν τόσες φωνές αίρεσης, παράπονου, και απόγνωσης, όσο η κοσμοθεωρία των ελλήνων.
Οι έλληνες είναι οι αυτουργοί, οι πρωτουργοί, και οι δημιουργοί του θρήνου και της σφοδρής σιωπής. Πρώτοι αυτοί δουλέψανε το νόημα της μοίρας και της συμφοράς. Σε σχέση με τον άνθρωπο, το άδικο το είδαν σε κλίμακα πανανθρώπινη. Και σε σχέση με τον κόσμο, το κακό το είδαν σε κλίμακα παγκόσμια. Το κακό που είδαν οι έλληνες στη φύση η σύγχρονη φυσική το ονόμασε εντροπία, και τό ‘κλεισε στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής.
Είναι παράξενο που ετούτος ο Καύκασος της μοναξιάς και του πάγου φαίνεται πως δεν φαίνεται στα έργα και στα λόγια τους. Καθώς τα καράβια τους ταξιδεύουν στις γλαυκοκύανες θάλασσες, το μαγνάδι της επιφάνειας δεν αφήνει να φανεί πουθενά, ότι σε όλους εκείνους τους πλησίστιους πλόες λάμνει η βέβαιη αίσθηση και η βέβαιη γνώση τους για το κακό του κόσμου και για το άδικο του ανθρώπου.
Από ένα σημείο μάλιστα και πέρα αυτό το παράξενο γίνεται θαυμαστό. Γιατί όλος εκείνος ο κόσμος του θρήνου μετουσιώνεται σε κατανόηση και σε πικρή περηφάνεια. Γίνεται δηλαδή η ελληνική τέχνη. Γίνεται εγκαρτέρηση, ήμερη κυριαρχία του λόγου στο άλογο, όραση και εννόηση της βαθύτερης οργάνωσης του σύμπαντος. Γίνεται το μελαγχολικό μειδίαμα ενός μελλοθάνατου που βλέπει ότι πεθαίνει. Δεν αφήνεται όμως στην παρηγοριά που προσφέρεται να του δώσει ο λόγος των γύρω του ότι θα ζήσει χρόνια ακόμη.
Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη είναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιόν και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη, και από εγκατάλειψη σε καρτερία. Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος. Μία δυστυχία, που ωστόσο βρίσκει να χαίρεται. Αυτή την αιχμηρή κορυφογραμμή της χαρμολύπης, που οι έλληνες την περπατούν πολύ προσεχτικά, ο Όμηρος τη λέει «δακρυόεν γελάν» [Ομήρου Ζ 484].
Από ένα πανίσχυρο αποθεματικό θέσεων που μιλούν για τη μελαγχολία των ελλήνων, θα φέρω δύο δημώδεις μαρτυρίες και μία λόγια κατάθεση, για να δειχτεί ο όγκος και το βάρος της ελληνικής λύπης.
Λένε, λοιπόν, πως κάποτε έγινε ένας αγώνας [Το γνωστό Certamen Homeri et Hesiodi] ανάμεσα στον Όμηρο και στον Ησίοδο για το πρωτείο. Να κριθεί, τέλος πάντων, στους έλληνες, ποιος από τους δύο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος. Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθισε με σεβασμό τους δύο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ερωτά. Ήθελαν να μετρήσουν, ποιος θα δώσει τις πιο φρόνιμες αποκρίσεις στα ζητήματα.
Ρωτήσανε τον Ησίοδο, και αποκρίθηκε ζυγιασμένα. Οι θέσεις που έλαβε, φανέρωναν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός. Που έκαμε, και έπαθε, και έμαθε.
Ρωτήσανε και τον Όμηρο. Ο γλυκός αοιδός με τη λευκή κεφαλή και τα άδεια μάτια, που κάποια ερμηνεία θέλει να επιμένει πως έχασε το φως του γιατί δεν άντεξε το πολύ κακό που αντίκρυσε στον κόσμο, τους άκουσε μειλίχια.
Πες μας, λοιπόν, αστέρι στις θάλασσες και ήλιε στα βουνά, του είπανε. Πες μας, ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό. «Άριστο σε όλους και σε όλες», αποκρίθηκε ο Όμηρος, «είναι ο άθρωπος ποτέ να μη γεννιέται!».
Η επιτροπή έμεινε καγκελόξυλο. Ένας πονηρός όμως ανάμεσα στους κριτές, ένας ελληνικά πονηρός, ένας μικρός Οδυσσέας, σκόρπισε την ταραχή που γέννησε η σπαθιά του Ομήρου με μια δεύτερη ερώτηση.
Κανένας, του λέει, δεν μας ζήτησε γνώμη, αν θέλουμε να μας γεννήσει ή όχι. Να μας ειπείς, λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άνθρωπο καλό, που να το κρατά και στο χέρι. Το πάντων αιρετώτατον. Εκείνο που να μπορούμε δηλαδή να το διαλέγουμε κιόλας.
«Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό», είπε ο Όμηρος, «είναι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθαίνει» [Homeri opera, υπό T.W. Allen. Εκδ. Οξφόρδης, τόμος V, σ. 288: «αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον· φύντα δ’ όμως ώκιστα πύλας Αίδαο περήσαι.»].
Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του θεού, όπως ο Κάιν είναι ο πρώτος φονιάς του ανθρώπου. Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος. Ωστόσο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε πως πίσω από τον Όμηρο δεν μιλάει ο Όμηρος, αλλά το συλλογικό πνεύμα της Ελλάδας.
Τα λόγια του είναι η δημοτική απήχηση του πνεύματος ενός λαού απάνου σ’ ένα ερώτημα που αγωνίζεται να κλείσει όλα του ανθρώπου τα υπάρχοντα. Είναι μία απόκριση ίδια με τη λύση που προσπαθεί να δώσει σήμερα η θεωρία του ενιαίου πεδίου, όπου μέσα σ’ ένα τύπο οι φυσικοί αγωνίζουνται να κλείσουν όλους τους νόμους της φύσης. Άλλωστε το ξέρουμε, διακόσιους χρόνους τώρα κοντά, πως ο Όμηρος δεν υπήρξε. Το αθάνατο όνομά του είναι το δημοτικό τραγούδι των παλαιών ελλήνων.
Στα ίδια πατήματα βρίσκεται και η ιστορία που σώθηκε στα Αποσπάσματα του Αριστοτέλη, και σ’ ένα κείμενο του Πλουτάρχου. Είναι μάλιστα σημαδιακό, που η ιδέα αρχίζει με τον Όμηρο, την εκκίνηση, περνάει από τον Αριστοτέλη, το τέρμα της κλασικής Ελλάδας, και τελειώνει στον Πλούταρχο, την κατακλείδα του ελληνικού κόσμου.
Και να μη λησμονούμε ότι ο Πλούταρχος είναι μία επιβλητική μορφή στην Ελλάδα. Ρουσσώ, Γκαίτε, και Ναπολέων τον είχαν ολοζωής στο μαξιλάρι τους.
Κυνηγούσε, λέει η αφήγηση [Rose V., Aristotelis qui ferebantur Librorum Fragmenta, Lipsiae 1886, 40, 1481b], ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στη ρίζα ενός δρυ να συνεφέρει. Τότες ήταν που είδε δίπλα του το Σιληνό να κοιμάται.
Έχω την ευκαιρία, συλλογίστηκε ο ξύπνιος βασιλιάς. Και πιάνει το δαίμονα, και τον δένει με το σκοινί, να μη φύγει. Λέει:
— Εγώ θα σ’ απολύσω, αλλά πρώτα να μου ειπείς.
— Πες το μου, να στο ειπώ, κι απέ να μ’ αφήσεις να φύγω, του λέει ο αρχισάτυρος. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ.
— Εξήγα μου, λοιπόν. Εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Εξήγα μου, γιατί χρόνους τώρα τυραννιέμαι, και πάω να κρεπάρω. Ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό;
Ο Σιληνός αλαφιάστηκε. Τον συνεπήρε το ξάφνιασμα, ιδιοτρόπησε, κοίταξε πέρα.
— Λύσε με να πηγαίνω, του λέει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται.
Ο Μίδας εστάθηκε.
— Κι αν δε μου αποκριθείς, του λέει, σ’ αυτό που σ’ ερωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δέντρο θα μείνεις δεντρωμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός, και να σε κατελύσει ο λύκος.
Θύμωσε τότε ο δαίμονας. Τίναξε βίαια τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μυρίσανε θειάφι. Το θείο συνεπήρε τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η μιλιά, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, τον επετίμησε:
- «Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμίν άρειον μη γνώναι;»
μ’ ερωτάς, συνεχίζει,
«τί εστι το βέλτιστον τοις ανθρώποις, και τί τών πάντων αιρετώτατον»· μάθε το λοιπόν, και σκάσε:
«μετ’ αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. Άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι. Δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα» [Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d].
Εντελώς ομοιότυπη για τον πεσσιμισμό των ελλήνων με τις δημοτικές μαρτυρίες του Ομήρου, του Αριστοτέλους και του Πλουτάρχου, είναι και η προσωπική κατάθεση του Σοφοκλή που γίνεται με το στόμα του χορού στο βασιλιά Οιδίποδα:
Μη φύναι τον άπαντα νι-
κά λόγον· το δ’, επεί φανήι,
βήναι κείσ’ οπόθεν περ ή-
κει πολύ δεύτερον ως τάχιστα.
(Το πιο καλύτερο απ’ όλα θε νά ‘τανε
να μην είχε κανείς γεννηθεί,
ή, μια που ήρθε στο φως,
να γυρνά κείθ’ όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος)
[Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώι, 1224. Μετάφρ. Γ. Γρυπάρη]. Εκτός από το Σοφοκλή είναι και πολλοί άλλοι έλληνες που μιλάνε με την ίδια πεσιμιστική σφοδρότητα. Ο Πλάτων λ.χ., ο Ευριπίδης, ο Βακχυλίδης, ο Θέογνις).
Το συμπέρασμα είναι πως από όλη ετούτη την κοιλάδα των κλαυθμών οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί δεν μας έδειξαν φύλλο. Αντίθετα, μας είπαν τα αντίθετα. Μιλούν για ήλιο τα μεσάνυχτα και για πανηγύρια στο καταχείμωνο.
Η Ελλάδα, μας λένε, σημαίνει την ηρεμία, το ρυθμό, τη γαλήνη. Ελλάδα είναι ο λογισμός, η αγνή απλότητα, η ευδαιμονία, το μέτρο. Προπάντων το μέτρο.
Όλα της Ελλάδας τα χωρεί ο Ζυγός στον ουρανό των ζωδίων. Και τα εννιά ξανθά κορίτσια της Αρμονίας τρέχουν με μικρές φωνές στα ειρηνικά πλατάνια του ποταμού. Ασπροεντυμένες και γάργαρες, σαν τη Ναυσικά και τις άλλες λουίζες, παίζουν τον κλήδονα και τη σφαίρα. Αλλά «quid πλατανών opacissimus» [Σεφέρη Γ., Ποιήματα, Ίκαρος 1979, σ. 60], που έλεγε ο Πλίνιος Νεότερος, και ο Σεφέρης. Γιατί helas θα πει αλίμονο, λέει ο Σεφέρης πάλι [Σεφέρη Γ., Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 47], και όλοι οι γαλλόφωνοι [Η λέξη helas στα γαλλικά σημαίνει αλλίμονο].
Το δεύτερο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι η λάθος εικόνα που μας δώσανε για την ελληνική τέχνη.
Πώς στέκεται ο σύγχρονος έλληνας απέναντι στην κλασική τέχνη; Οι μισοί κάτοικοι της Αθήνας δεν ανέβηκαν ποτέ στην Ακρόπολη. Και οι άλλοι μισοί ανέβηκαν για να ιδούν το Λυκαβηττό και τα ελενίτ στις στέγες του Ταύρου.
Τα καλοκαίρια ταξιδεύουμε στους Φιλίππους και στη Δωδώνη, να ιδούμε αρχαία τραγωδία, κι έχουμε το τέμπο των γιουρούκηδων, όταν εισβάλλουν στα γήπεδα.
Τι Μητρόπουλος, τι Μητροπάνος! άκουσα κάποτε να λένε δυο νέοι μπροστά στην προτομή του Μητρόπουλου στην Επίδαυρο.
Στην πραγματικότητα, η τέχνη των Ελλήνων καθρεφτίζει τον αγώνα τους να νικήσουν τον πεσσιμισμό τους.
Η ελληνική τέχνη είναι το γέννημα του αδυσώπητου αλλά και του εξαίσιου κόπου να μετουσιώσει το βάρος του κόσμου σε ελαφράδα ζωής. Η θλίψη που γέννησε στον Έλληνα η γνωριμία του με το κακό του κόσμου, με το malum physicum καθώς το λεν, παραχώρησε τη θέση της σε μία πικρή αποδοχή, σε μία συναίνεση ανάγκης με τις σκληρές δομές της φύσης. Και το πράγμα έγινε μ’ έναν τρόπο, ώστε την εγγενή συφορά του ανθρώπου να μην τη νοθέψει η δειλία και ο δόλος. Να μην κουκουλωθεί το κακό δηλαδή με την αυταπάτη και το ψέμα.
Πολύ περισσότερο, από αυτή την αισχρή παραποίηση να μην προκύψει στο τέλος παρηγοριά και συμφέρο. Γιατί όταν η συμφορά συμφέρει, να τη λογαριάζεις για πόρνη, λέει ο Ελύτης. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ανάγκη να κατανοηθεί ως την άκρη του. Αλλιώτικα, η εικόνα μας για τους Έλληνες και την τέχνη τους θα σωριαστεί συγκορμοδεντρόριζη.
Το παράδειγμα που φέρνω, για να δείξω ότι οι Έλληνες δε νοθέψανε τη γνώση τους για τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φύσης, είναι ότι μπροστά στον τρόμο του θανάτου αρνήθηκαν να παρηγορήσουν με την ψευτιά για μια ζωή μετά θάνατο.
Θάνατος για τους Έλληνες δεν εσήμαινε το σταθμό που αλλάζω τραίνο. Από Γευγελή δηλαδή τραβάω για Λουμπλιάνα, και πάει λέγοντας.
Θάνατος για τους Έλληνες εσήμαινε ανυπαρξία ατελεύτητη, και σκοτάδι για πάντα. Αυτή την οδηγία τους έδωκε η γλώσσα και η σοφία της φύσης. Όλα τα άλλα είναι γεννήματα του φόβου μπροστά στο θάνατο, και δουλειά της φαντασίας. Είναι το τι δεν αντέχουμε, το τι δε θα θέλαμε, είναι πλύση εγκεφάλου από την παράδοση και τη συνήθεια, και δόλος αβυσσαλέος.
Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική;
Δημήτρης Λιαντίνης
Σάλπισμα Πολεμιστήριον - Αδαμάντιος Κοραής
Αδαμάντιος Κοραής
Σάλπισμα Πολεμιστήριον
Σάλπισμα Πολεμιστήριον
Αδελφοί, φίλοι και Συμπατριώται, Απόγονοι των Ελλήνων, και γενναίοι της ελευθερίας του ελληνικού γένους υπέρμαχοι, οι κατά την Αίγυπτον ευρισκόμενοι Γραικοί, και όσοι άλλοι εις την Ελλάδα ή και αλλαχού διατρίβετε, προσμένοντες τον αρμόδιον καιρόν της κοινής του γένους ελευθερίας, Αξιωματικοί τε και στρατιώται πάσης τάξεως και παντός βαθμού, χαίρετε, επειδή η χαρά σας είναι κοινή χαρά όλων των Γραικών· υγιαίνετε, επειδή η υγεία σας είναι κοινή σωτηρία της Ελλάδος.
Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε συμβουλάς ιδικάς μου, αλλ' ελεεινολογίας και παράπονα της Ελλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε· διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας ειπεί η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την ημετέραν μητέρα την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Ελλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τους βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τους πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότητης των Τούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορέματα, μίαν προς μίαν μάς ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ' ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν με τούτα τα λόγια:
«Τέκνα μου αγαπητά, όσοι ονομάζεσθε Γραικοί, εις κανένα αιώνα, εις κανένα του κόσμου τόπον, απ' εμέ την μητέρα σας μήτε πλέον ευτυχής, μήτε πλέον λαμπρά άλλη καμμία δεν εφάνη. Τα πρώτα μου τέκνα, οι πρόγονοί σας, ήσαν οι πλέον φωτισμένοι, οι πλέον ανδρείοι άνθρωποι της Οικουμένης. Της ελευθερίας το γλυκύτατον όνομα απ' εκείνους ευρέθη, εις εκείνους πρώτους ηκούσθη, απ' εκείνων τα στόματα πρώτον εξεφωνήθη. Αυτοί πρώτοι εύρηκαν και αύξησαν τας τέχνας και τας επιστήμας, ως μέχρι του νυν μαρτυρούσι και τα βιβλία, όσα εγράφησαν απ' αυτούς, και των χειρών αυτών τα δημιουργήματα, έργα θαυμαστά της Αρχιτεκτονικής και Ανδριαντοποιητικής τέχνης. Εις εμέ την Ελλάδα πρώτην εγεννήθησαν ποιηταί, ρήτορες, φιλόσοφοι, τεχνίται, στρατηγοί, παντός είδους και πάσης τάξεως άνθρωποι, τόσον μεγάλοι, τόσον παράδοξοι, ώστε όσα λέγονται περί αυτών, ήθελαν αναμφιβόλως νομισθή μύθοι, αν δεν είχομεν την απόδειξιν από τα λείψανα της μεγαλουργίας των. Αυτοί, ολίγοι τον αριθμόν, και νόμους εύρηκαν, και πολιτείας συνέστησαν, και την ελευθερίαν των με μεγαλοψυχίαν απίστευτον υπεράσπισαν εναντίον εις κραταιούς και μεγάλους βασιλείς, εις έθνη και απ' αυτήν της θαλάσσης την άμμον πολυαριθμότερα. Αυτοί με στρατιώτας πολλά ολίγους, αλλά γέμοντας από τον άγιον της ελευθερίας ενθουσιασμόν, αντεστάθησαν εις τα αναρίθμητα της Περσίας στρατεύματα, η οποία τότε ήτον η πλατυτέρα, η κραταιοτέρα και φοβερωτέρα βασιλεία της οικουμένης· και εις ολίγου καιρού διάστημα, δια ξηράς και θαλάσσης και τους βαρβάρους κατετρόπωσαν, και τον υπερήφανον Αυτοκράτορα των βαρβάρων εις μικρόν πλοιάριον να φύγη με μεγάλην του καταισχύνην ηνάγκασαν, δια να μη ζωγρηθή από τους προγόνους σας, τους οποίους πρότερον τόσον ουτιδανούς ενόμιζεν, ώστε με μόνην του την παρουσίαν ήλπιζε να τους ροφήση χωρίς πόλεμον, καθώς ο λέων καταπίνει το ασθενές και ανίσχυρον αρνίον.
Αλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Μη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα κατώρθωσαν, ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Ελλήνων ομονοίας, άρχησαν να ζηλοτυπούν και να φθονώσι αλλήλους, να κατατρέχωσιν είς τον άλλον, να σπείρωσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Και τι συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, ω τέκνα μου, αφήσατέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυά μου, δια να σας διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.Η διχόνοια ολίγον κατ' ολίγον έκαμε μικροψύχους τους μεγαλοψύχους Έλληνας, κατέστησε τους σοφούς, άφρονας, εδίωξεν από τας καρδίας των την αγάπην της πατρίδος, και έθηκεν εις αυτής τον τόπον την δίψαν των ηδονών και του πλούτου, εφυγάδευσε τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και έφερεν αντ' αυτού την μικροπρέπειαν, την κολακείαν, το ψεύδος, την απάτην, και της απάτης όλα τα βδελυρά παρακολουθήματα. Και με τοιαύτα αγεννή και δυστυχέστατα φρονήματα, πώς ήτον πλέον δυνατόν να μείνωσιν οι πρόγονοί σας ελεύθεροι; Η ελευθερία, τέκνα μου, δεν αγαπά να κατοική εις τόπους όπου δεν βασιλεύει η αρετή και η χρηστοήθεια. Όθεν οι θαυμαστοί εκείνοι και περίφημοι Έλληνες υπετάχθησαν πρώτον εις τους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Και τούτο δεν ήτον έτι τόσον δεινόν, επειδή οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου ήσαν καν και αυτοί Έλληνες. Έπεσαν μετά ταύτα υποκάτω εις τον ζυγόν των Ρωμαίων, ζυγόν αισχρότερον από τον πρώτον, αλλ' όχι ακόμη τόσον ελεεινόν· διότι οι τότε Ρωμαίοι ήσαν έθνος γενναίον, και αντί του να βαρύνωσι τον ζυγόν εις των Ελλήνων τους αυχένας, τους ετίμησαν ως σοφωτέρους των, αντί δούλων τους κατέστησαν διδασκάλους των, και λαβόντες επιστήμας και τέχνας παρ' αυτών ηξιώθησαν να ονομασθώσι και αυτοί το δεύτερον σοφόν έθνος της οικουμένης μετά τους Έλληνας.
Αλλ' έπταισαν τέλος πάντων και οι Ρωμαίοι, πταίσμα τόσον βαρύτερον του ελληνικού πταίσματος, όσον έπρεπε να ήναι προσεκτικώτεροι, έχοντες προ οφθαλμών της ελληνικής δυστυχίας το παράδειγμα. Εδιχονόησαν και αυτοί μη συλλογισθέντες όσα κακά είχε προξενήσει εις τους Έλληνας η διχόνοια· και χάσαντες την αυτονομίαν, έγιναν σύνδουλοι των Ελλήνων, και εκυβερνώντο εντάμα από την αυτοδέσποτον θέλησιν των Καισάρων της Ρώμης. Ο ζυγός ούτος ήτον βέβαια αισχρότερος εις τους Έλληνας, αλλ' είχε μ' όλον τούτο κάν ποιαν παρηγορίαν· διότι και τα φώτα της Ελλάδος δεν είχον ακόμη παντάπασιν αποσβεσθή, και εσώζετο και εις αυτούς ακόμη τους δεσπότας κάν ποια αιδώς, ήτις τους ηνάγκαζε να μετριάζωσι τον ζυγόν. Αλλ' οι δεσπόται της Ρώμης επολλαπλασιάζοντο καθ' ημέραν, όχι πλέον εκλεγόμενοι από την θέλησιν των πολιτών, ή διαδεχόμενοι την ηγεμονίαν παις παρά πατρός, αλλ' αναγορευόμενοι από την θορυβώδη των στρατευμάτων επανάστασιν. Αυτοί μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον μήτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ανεβίβαζον πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους, και άλλους τοιούτους τρισβαρβάρους δεσπότας· των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι: και μ' όλον τούτο ο ζυγός ούτος ο τόσον βαρύς ήτον ακόμην υποφερτός, διότι οι βαστάζοντες αυτόν άθλιοι Γραικοί είχον καν την άδειαν να θρηνώσι τας συμφοράς των, ήτον εις αυτούς συγχωρημένον να πλησιάζωσι καν τους τυράννους των, και να ζητώσιν εκδίκησιν παρ' αυτών δι' όσα έπασχον από των τυράννων τους υπηρέτας. Ήσαν βέβαια σκληροί του καιρού εκείνου οι τύραννοι, αλλ' όντες ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών, υπεκρίνοντο κάν ποιαν συνείδησιν, κάν τινα θεού φόβον. Και αν η καρδία των έγεμεν από φαρμάκιον, εις τα χείλη ηναγκάζοντο να κρατώσι το μέλι. Δια ταύτας λοιπόν τας αιτίας, τέκνα μου ηγαπημένα, ονομάζω και τον ζυγόν των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων υποφερτόν, παραβαλλόμενον με την σημερινήν παναθλίαν κατάστασιν των Γραικών, την οποίαν να περιγράψω μήτε φωνή πλέον μ' έμεινε μήτε δύναμις.
Ουαί, ουαί! τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίφθη, τέλος πάντων, και ο Ρωμαϊκός ζυγός, και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου τον θρόνον. Αλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Τύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρότεροι και σκληρότεροι απ' εκείνους: και οι ταλαίπωροι Γραικοί, αντί του να αναψύξωσιν, έκλιναν ελεεινώς τον αυχένα υποκάτω εις ζυγόν τόσον βαρύν, τόσον απάνθρωπον, ώστε να ποθήσουν τον ρωμαϊκόν ζυγόν. Έθνος τρισβάρβαρον, έθνος μιαρόν, έθνος διαφόρου γλώσσης και διαφόρου θρησκείας, εις ολίγα λόγια, έθνος τούρκικον, έπεσε, τέκνα μου, επάνω εις εμέ την δυστυχεστάτην μητέρα σας, την Ελλάδα, ως ένας σφοδρός ανεμοστρόβιλος, και κατέσβεσε τα μικρά και ασθενή φώτα, όσα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων η τυραννία δεν είχεν ακόμη δυνηθή να σβέση· εσκόρπισε τα ολίγα εκείνα μου τέκνα, τους αδελφούς σας, όσοι ολίγον σοφώτεροι παρά τους άλλους κατέφυγον άλλος αλλαχού, φέροντες μεθ' εαυτών της προγονικής αυτών σοφίας τα λείψανα. Έπεσεν επάνω μου το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων, ως άγριος λύκος· και ίδετε, τέκνα μου, εις ποίον ελεεινόν τρόπον με κατεσπάραξε, πώς κατέσχισε τα λαμπρά μου φορέματα, πώς αιμάτωσε και κατεπλήγωσε τας τρυφεράς μου σάρκας. Ίδετε πώς εξήρανε τους μαστούς μου, ώστε μήτε σταλαγμός γάλακτος δεν έμεινε πλέον εις αυτούς δια να σας θρέψω. Ίδετε πώς από τους παντοτινούς στεναγμούς και τα καθημερινά δάκρυα εβραγχίασε και αυτός μου ο λάρυγξ, ώστε δεν έμεινε πλέον εις εμέ μήτε φωνή δια να σας παρηγορήσω.
Ερωτώ σας λοιπόν την σήμερον, τέκνα μου αγαπητά, η δυστυχεστάτη σας μήτηρ, υποφέρετε να αφήσετε τόσα κακά ανεκδίκητα; Υποφέρετε να ακούετε τους στεναγμούς, να θεωρείτε τα δάκρυά μου, να με βλέπετε σπαραττομένην, και δεν φοβείσθε μήπως η τυραννία μού αφαιρέση τέλος πάντων και την ζωήν; Μέχρι της σήμερον, τέκνα μου, δεν σας ενώχλησα με τα παραπονέματά μου, διότι η τυραννία δεν σας αφήκε κανένα τρόπον του να εκδικήσετε την μητέρα σας. Αλλά τώρα, ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχει. Έν έθνος μέγα, λαμπρόν, γενναίον και φωτισμένον, οι ενδοξότατοι και εις όλην την οικουμένην περιβόητοι Γάλλοι, ευτυχείς ζηλωταί της ανδρείας και της σοφίας των προγόνων σας, με στρατεύματα συνθεμένα, καθώς εκείνα του Μαραθώνος, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνος, από Ήρωας, αφ' ού έδειξαν εις όλην την Ευρώπην τι δύναται να κάμη της ελευθερίας ο έρως οδηγούμενος από την σοφίαν, ήλθον και εις του τυράννου της Ελλάδος την επικράτειαν, και του απέσπασαν από τας αιμοβόρους χείρας την Αίγυπτον. Έπεσαν επάνω εις ταύτην την μακαρίαν γην, την οποίαν εφώτισαν εις των Πτολεμαίων τον καιρόν οι πρόγονοί σας, και εσκότισαν πάλιν οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι, έπεσαν λέγω επάνω εις την γην της Αιγύπτου, όχι ως Τούρκοι, όχι ως κεραυνός εξολοθρεύων, αλλ' ως δρόσος απ' ουρανού, φέροντες εις τους Αιγυπτίους τα φώτα και την ελευθερίαν.
Η Αίγυπτος, όταν φωτισθή, θέλει βέβαια εκδικήσει και τα ιδικά μου αίματα. M' όλον τούτο, εις τας χείρας σας είναι, τέκνα μου, να επιταχύνετε την εκδίκησιν ταύτην· εις τας χείρας σας είναι να ιατρεύσετε το γρηγορώτερον τας πληγάς μου, να με εκδύσετε χωρίς αργοπορίαν από τα σχισμένα τούτα και μεμολυσμένα ράκια, και να με στολίσετε πάλιν με την αρχαίαν μου δόξαν. Τι λέγετε; κινούσιν εις έλεον τας ακοάς σας οι στεναγμοί και τα δάκρυα της ελεεινής μητρός σας, τους οφθαλμούς σας, αι πληγαί και τα αίματα εις τα οποία με εβάπτισεν η τουρκική απανθρωπία; ή δεν έμεινε πλέον εις τας καρδίας σας ουδέ παραμικρός σπινθήρ αγάπης προς εμέ την αθλίαν μητέρα σας;»
Και ταύτα μεν λέγει προς ημάς όλους τους Γραικούς κλαίουσα και οδυρομένη η κοινή των Γραικών μήτηρ και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς. Αλλ' ημείς τι έχομεν να αποκριθώμεν προς αυτήν; Θέλομεν άρα φράξει τας ακοάς εις τους στεναγμούς της, και σφαλίσει τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωμεν τας αιματωμένας αυτής πληγάς; Μη γένοιτο! φίλοι και συμπατριώται. Όστις εξ ημών έχει τοιαύτην άσπλαγχνον ψυχήν, εκείνος απόγονος των παλαιών Ελλήνων γνήσιος δεν είναι, μήτε πρέπει εις αυτόν το να ονομάζεται Γραικός. Εκείνος είναι άνανδρον και ευτελές ανδράποδον, άξιος να ραπίζεται και να ξυλοκοπήται ως άλογον κτήνος από τους σκληρούς Μουσουλμάνους. Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Έλληνες, τοιούτον επιτήδειον καιρόν μην αμελήσωμεν, αν δεν θέλωμεν να μείνωμεν αιωνίως δούλοι. Τίς εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαγχνίαν της διεστραμμένης των Οσμανλίδων γενεάς; Αυτοί έδραμον από την Σκυθίαν εις την Ελλάδα ως κλέπται και λησταί, και μας εγύμνωσαν από την προγονικήν ημών δόξαν. Αυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Ημείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουσι τα πρόβατα των ποιμνίων ημών· ημείς σπείρομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μήτε όσον αρκεί εις το να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών· ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούσι και όσον χρειάζεται δια να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Αυτοί μας εγγίζουσι καθ' ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούσι και εις αυτήν ημών την σεβάσμιον θρησκείαν. Τους ιερούς ημών ναούς μετέβαλον εις τζαμία, και μη αρκούμενοι εις το να μας στερούσι τα αναγκαία μέσα του να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουσιν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα, δια να τα κατηχώσιν εις την θρησκείαν του Μωάμεθ, ή να τα μεταχειρίζωνται ..... ω Γραικοί, και πώς να προφέρη το στόμα μου τοιαύτην των Γραικών καταισχύνην; δια να τα μεταχειρίζωνται εις τας ασελγείς και παρανόμους αυτών ηδονάς. Μας κρίνουσιν αδίκως, και μας στερούσι την ζωήν χωρίς έλεον ή κρίσιν.
Εις τας κεφαλάς των δυστυχών Γραικών έπεσαν σήμερον όλαι αι φρικταί εκείναι κατάραι, με τας οποίας ο Θεός εφοβέριζε πάλαι τους Ιουδαίους. Παραβάλετε, φίλοι και αδελφοί, με την παρούσαν των Γραικών κατάστασιν όσα προς εκείνους έλεγεν ο Θεός δια του Μωυσέως: «Και λατρεύσεις τοις εχθροίς σου, ους εξαποστελεί κύριος επί σε εν δίψει και εν γυμνότητι, και εν εκλείψει πάντων. Και επιθήσει κλοιόν σιδηρούν επί τον τράχηλόν σου, έως αν εξολοθρεύση σε. Επάξει επί σε Κύριος έθνος μακρόθεν απ' εσχάτου της γης, ωσεί όρμημα αετού, έθνος, ού ουκ αν ακούση της φωνής αυτού, έθνος αναιδές προσώπω, όστις ου θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου, και νέον ουκ ελεήσει. Και κατέδεται τα έκγονα των κτηνών σου, και τα γεννήματα της γης σου, ώστε μη καταλιπείν σοι σίτον, οίνον, έλαιον, τα βουκόλια των βοών σου, και τα ποίμνια των προβάτων σου, έως αν απολέση σε και εκτρίψη σε εν ταις πόλεσί σου*». Εξ αιτίας των Τούρκων η κοινή πατρίς ημών, η πατρίς των τεχνών και των επιστημών, η πατρίς των φιλοσόφων και των ηρώων, έγινε σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ' αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Οσμανλίδων. Δια τους Τούρκους ονειδιζόμεθα και καταφρονούμεθα από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι χωρίς τα φώτα της Ελλάδος ήθελον ίσως ακόμη κοιμάσθαι εις τον σκότον της προγονικής αυτών βαρβαρότητος. Τοιαύτα και τοσαύτα, φίλοι και αδελφοί, επάθομεν από το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων.
Αλλ' είναι ασυγκρίτως δεινότερα όσα κινδυνεύομεν έτι να πάθωμεν απ' αυτούς. Οι Τούρκοι σήμερον είναι πληροφορημένοι ότι αισθανόμεθα πλέον παρά ποτέ του τυραννικού αυτών ζυγού το βάρος. Εξεύρουσι καλώτατα ότι τους μισούμεν και απ' αυτόν τον θάνατον περισσότερον. Τους εδίδαξεν η πείρα, ότι οι εχθροί των είναι φίλοι, και οι φίλοι των εχθροί ημέτεροι. Ανοίξατε τους οφθαλμούς, Γραικοί, και κατανοήσατε εις ποίον φοβερώτατον κίνδυνον ευρίσκεται το ταλαίπωρον ημών γένος. Ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν, οπόταν ένας αιμοβόρος Σουλτάνος, δια να ελευθερωθή από πάσαν υποψίαν, θέλει, ως άλλος Ηρώδης, αποφασίσει την φονοκτονίαν όλων ομού των Γραικών. Το άσπλαγχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλίεται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται δια να σβέσουν την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών.
Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Γραικοί, μην αφήσωμεν να μας φύγη από τας χείρας ο αρμόδιος ούτος καιρός, τον οποίον προσφέρει εις των Γραικών το γένος, η άλωσις της Αιγύπτου. Όσοι ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων, οι οποίοι, δια το να εμιμήθησαν τους προγόνους ημών, έφθασαν εις της δόξης τον ανώτατον βαθμόν. Όσοι είσθε την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς Γάλλους την Τακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος και την ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις εκείνους, όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι. Ευταξία, ομόνοια, σύμπνοια μετ' αλλήλων, ζήλος ελευθερίας θερμότατος, υποταγή εις τους νόμους, αγάπη θερμή και φιλία άδολος προς τους Γάλλους, ειρήνη μετά των κατοίκων της Αιγύπτου, τους οποίους, επειδή υπετάχθησαν και αυτοί εις τους νόμους, εκδυθέντες την τουρκικήν αγριότητα, ως Τούρκους πλέον να στοχάζεσθε δεν είναι δίκαιον: ταύτα χρειάζονται, φίλοι και αδελφοί, δια να αυξήση η δύναμις και το κράτος σας, δια να βρέξη επάνω εις τα όπλα σας όλας τας ευλογίας του ουρανού ο θεός των δυνάμεων, και να σας καταστήση ήρωας ανικήτους, καθώς ήσαν οι πρόγονοί σας εν όσω εκυβερνώντο από νόμους καλούς, εν όσω ήσαν στολισμένοι με ήθη χρηστά.
Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Αίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Υπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν, προσφέρετε εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία. Βοηθήσατε με τα καράβια, με τας χείρας, με τας καρδίας, και με την ζωήν σας αυτήν, αν η χρεία το καλέση, τους φίλους του Ελληνικού γένους, εις την παντελή της Αιγύπτου κατάσχεσιν, της οποίας η ελευθερία είναι της Ελλάδος όλης κοινή σωτηρία. Εις την Αίγυπτον, αφ' ού ημαυρώθη των Αθηνών η δόξα, κατέφυγον αι τέχναι και επιστήμαι, και ανέζησαν πάλιν το δεύτερον οι Γραικοί, συστήσαντες ακαδημίας, συναθροίσαντες βιβλιοθήκας θαυμαστάς, τας οποίας έπειτα κατέκαυσαν οι εχθροί του Ελληνικού γένους, οι σημερινοί τύραννοι της Ελλάδος· Από την Αίγυπτον και πάλιν ας αναφθώσι τα φώτα, τα οποία έχουσι να φωτίσουν και τρίτον τους Γραικούς. Το δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας, κληρονόμου της δόξης και της αρετής των αειμνήστων αυτού προπατόρων. Οι Ηπειρώται ενθυμήθητε τα κατορθώματα των προγόνων σας. Εσείς και παλαιά εφάνητε ανδρείοι, και σήμερον ακόμην εδείξατε με τας κατά των αγρίων Πασάδων νίκας, ότι δεν εχάσατε την προγονικήν σας μεγαλοψυχίαν. Οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες ενθυμήθητε ότι οι πρόγονοί σας κατετρόπωσαν τον Δαρείον, όστις ήτον ασυγκρίτως φοβερώτερος βασιλεύς από τον σημερινόν άνανδρον και γυναικώδη τύραννον της Ελλάδος.
Οι Πελοποννήσιοι και οι λοιποί Έλληνες μη λησμονήσετε τα τρόπαια, όσα κατά των βαρβάρων ανέστησαν οι προπάτορές σας· και σεις ανεξαιρέτως οι Μαϊνώται συλλογίσθητε ότι είσθε αίμα Σπαρτιατών· Όλοι ομού, όσοι με το λαμπρόν όνομα των Γραικών δοξάζεσθε, βάλετε καλά εις τον νου σας ότι αφ' όσας δυστυχίας δύναται να πάθη ο άνθρωπος η πλέον απαρηγόρητος είναι η δουλεία· ότι ο δούλος μήτ' αρετήν, μήτε τιμήν ουδεμίαν δύναται να αποκτήση· ότι σιμά εις τάλλα κακά όσα καθ' εκάστην πάσχει από τον τύραννον, υποφέρει ακόμη και την καταφρόνησιν όλων των άλλων εθνών, την φοβεράν καταισχύνην του να λογίζεται κτήνος άλογον, και όχι άνθρωπος. Φίλοι και αδελφοί, μη φοβήθητε παντάπασι τους Τούρκους. Αυτοί δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν προ τριακοσίων χρόνων. Αυτοί εξεύρουν να φονεύωσιν εις τας πόλεις, εις τας αγοράς, ανθρώπους ειρηνικούς και αόπλους· αλλ' εις την στρατιάν, κατά πρόσωπον του εχθρού, γίνονται και απ' αυτάς τας γυναίκας ανανδρότεροι, καθώς η πείρα σάς επληροφόρησε περί τούτου, καθώς πολλάκις τους ίδετε φεύγοντας ως λαγωούς από προσώπου των Γραικών.
Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των Παλαιών Ελλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Ελλάδος τυράννους. Ο κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σάς εξισώσει με τους Ήρωας του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας. Αλλά τι λέγω θ έ λ ε ι σ ά ς ε ξ ι σ ώ σ ε ι ; Των Τούρκων ο διωγμός από την Ελλάδα θέλει σάς καταστήσει ενδοξοτέρους και απ' αυτούς τους Μιλτιάδας, τους Θεμιστοκλέας, τους Λεωνίδας· επειδή ευκολώτερον είναι να εμποδίση τις την αρχήν τον εχθρόν να εισέλθη εις την κατοικίαν του, παρά το να τον διώξη αφ' ού χρόνους πολλούς ριζωθή εις αυτήν.
Πολεμήσατε, φίλοι και αδελφοί, τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους· όχι όμως ως Τούρκους, όχι ως φονείς, αλλ' ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. Χύσατε χωρίς έλεον το αίμα των εχθρών, όσους εύρετε εξωπλισμένους κατά της ελευθερίας, και ετοίμους να σας στερήσωσι την ζωήν. Ας αποθάνη όστις τυραννικώς σφίγγει των Γραικών τας αλύσεις, και τους εμποδίζει να ρήξωσι τα δεσμά των. Αλλά σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, ή ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας, καθώς οι Γραικοί, καθώς και αυτοί της Αιγύπτου οι Τούρκοι. Ας ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ' ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής μάς εξώπλισε τας χείρας. Ας μάθωσιν οι απάνθρωποι Τούρκοι από την ημετέραν φιλανθρωπίαν, ότι δια να παύσωμεν τας καθημερινάς αδικίας, την καθημερινήν έκχυσιν του Ελληνικού αίματος, αναγκαζόμεθα προς καιρόν να χύσωμεν ολίγον τουρκικόν αίμα.
Ναι, φίλοι και συμπατριώται, ολίγον αίμα τουρκικόν θέλει ρεύσει, διότι ολίγοι Τούρκοι θέλουσι τολμήσει να αντισταθούν εις των Γραικών την ευψυχίαν. Αυτοί, όχι μόνον έχασαν την παλαιάν αυτών ανδρείαν, αλλ' έχουσιν ακόμη νεαρά προ οφθαλμών τα παραδείγματα τοσούτων Ηγεμονιών της Ευρώπης, τας οποίας η ευμετάβολος τύχη ή παντελώς ανέτρεψεν, ή σφοδρώς εκλόνησεν. Αυτός ο κοινός των Τούρκων λαός, βεβαρυμένοι από τον ανυπόφορον της δουλείας ζυγόν, ολίγον θέλουσι φροντίσει δια τον κρημνισμόν του τυράννου. Τέλος πάντων και αυτοί της ανατολικής και δυτικής Τουρκίας σατράπαι, οι οποίοι και τώρα άρχησαν να καταφρονώσι τας προσταγάς του Σουλτάνου, θέλουν επιταχύνει την πτώσιν του. Όλα ταύτα συντρέχουσι με την ευψυχίαν των Γραικών εις το να καταπλήξωσι τον άνανδρον τύραννον της Ελλάδος, ο οποίος αδίκως κατέχει ξένον θρόνον, περικυκλωμένος, ως άλλος Σαρδανάπαλος, από γυναίκας και ευνούχους, ο οποίος εξησθενημένος και την ψυχήν και το σώμα, από των ηδονών την κατάχρησιν, δεν τολμά μήτε την θύραν του παλατίου του να εξέλθη, δια να δείξη καν εικόνα στρατηγού κατά των εχθρών του. Ο καιρός, φίλοι και συμπατριώται, της καταστροφής του τυράννου είναι τόσον αρμόδιος, ώστε θέλει πληρωθή εις ημάς το προφητικόν λόγιον, ε ί ς δ ι ώ ξ ε τ α ι χ ι λ ί ο υ ς.
Επικαλεσάμενοι λοιπόν την εξ ουρανού βοήθειαν, και ασπασάμενοι είς τον άλλον με τα δάκρυα της ελπίδος και της χαράς, οι νέοι με τα όπλα, οι γέροντες με τας ευχάς και τας παραινέσεις, οι ιερείς με τας ευλογίας και τας προς θεόν δεήσεις, όλοι ομού ενωμένοι, γενναίοι του ελληνικού ονόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περί πίστεως, περί πατρίδος, περί γυναικών, περί τέκνων, περί πάσης της παρούσης και της επερχομένης γενεάς των Γραικών, τον τρισβάρβαρον, τον άσπλαγχνον τύραννον της Ελλάδος, αν θέλετε να φανήτε άξιοι των παλαιών Ελλήνων απόγονοι, αν θέλετε να αφήσετε, ως εκείνοι, το όνομά σας αείμνηστον εις τους αιώνας των αιώνων. Γένοιτο!
Ατρόμητος
ο εκ Μαραθώνος
* Δευτερονομ. Κεφ. KH, στίχ.48-52.